Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 06-Ιουν-2023 00:05

    Ο Τραμπ θα είναι δύσκολο να ηττηθεί – ο "χρησμός" του 1968

    27019057
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Ο Ρον ΝτεΣάντις, ο 44χρονος κυβερνήτης της Φλόριντα, μπήκε στην προεδρική κούρσα των ΗΠΑ, θέτοντας τον εαυτό του ως τον πλέον σημαντικό Ρεπουμπλικανό αντίπαλο του Ντόναλντ Τραμπ.

    Ο κ. Τραμπ, ένας παθολογικός ψεύτης που επιχείρησε να ανατρέψει τις τελευταίες εκλογές, έχει αποξενώσει ένα ευρύ φάσμα ψηφοφόρων και πολλοί από το Ρεπουμπλικανικό κατεστημένο ήταν πρόθυμοι να αναζητήσουν εναλλακτικές επιλογές, ιδιαίτερα στον κ. ΝτεΣάντις. Μετά από ένα σκληρό αποτέλεσμα στις ενδιάμεσες εκλογές για τους Ρεπουμπλικάνους που περιελάμβανε την ήττα αρκετών υποψηφίων για τη Γερουσία που είχε υποστηρίξει ο κ. Τραμπ, ο πρώην πρόεδρος φάνηκε ευάλωτος.

    Έκτοτε όμως έγινε ξεκάθαρο ότι το να μην τον υπολογίζουμε ως τον πιο πιθανό υποψήφιο για την προεδρία των Ρεπουμπλικάνων είναι ανόητο. Αρκετοί παράγοντες - μεταξύ των οποίων η ισχυρή υποστήριξη που αντλεί από ένα σημαντικό κομμάτι της κομματικής βάσης των Ρεπουμπλικανών και το μοναδικό του ταλέντο να συγκεντρώνει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης - βοηθούν να εξηγηθεί γιατί ο κ. Τραμπ διατηρεί θέση ισχύος στις προκριματικές εκλογές του κόμματος. Η ιστορία προσφέρει τουλάχιστον έναν παραλληλισμό για το λόγο που θα είναι τόσο δύσκολο για τον κ. ΝτεΣάντις και άλλους υποψήφιους, όπως η 51χρονη Νίκι Χέιλι, πρέσβειρα της κυβέρνησης Τραμπ στα Ηνωμένα Έθνη, και ο 57χρονος γερουσιαστής Τιμ Σκοτ,  συντοπίτης της κ. Χέιλι από τη Νότια Καρολίνα, να τον νικήσουν.

    Περισσότερο από μισό αιώνα πριν, υπήρχε ένας άλλος ντε φάκτο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που ανέδινε αποτυχία. Οι ειδήμονες τον χλεύασαν και τον απέρριψαν ως τελειωμένο. Οι αντίπαλοι σε όλο το ιδεολογικό φάσμα δεν τον φοβόντουσαν πλέον και επευφημούσαν για το πέρασμά του στο περιθώριο.

    Στα τέλη του 1962, λίγοι πίστευαν ότι υπήρχε μέλλον για τον Ρίτσαρντ Νίξον, τον πρώην αντιπρόεδρο. Το 1960, έχασε μία από τις πιο αμφίρροπες προεδρικές εκλογές που έχουν γίνει ποτέ από τον Τζον Φ. Κένεντι και μέλη του φιλελεύθερου ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, συμπεριλαμβανομένου του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, χάρηκαν που τον είδαν να αποτυγχάνει.

    Μετά την ήττα από τον Κένεντι, ο Νίξον προσπάθησε να ανασυνταχθεί, μπαίνοντας στην κούρσα του 1962 για την Καλιφόρνια ενάντια στον υφιστάμενο τότε δημοφιλή δημοκρατικό κυβερνήτη, Πατ Μπράουν. Ο Νίξον, ο οποίος είχε διατελέσει βουλευτής και γερουσιαστής της πολιτείας, αρχικά αναμενόταν ότι θα θριαμβεύσει και ότι θα αξιοποιήσει τη θητεία του κυβερνήτη ως σκαλοπάτι για την προεδρία. Απεναντίας, ο Μπράουν "σκούπισε" τον Νίξον αφότου ο πρώην αντιπρόεδρος χρειάστηκε να υπομείνει μια επώδυνη προκριματική αναμέτρηση απέναντι σε έναν Ρεπουμπλικανό που ήταν δημοφιλής στο είδος του κινήματος των συντηρητικών που θα έπαιρνε τον έλεγχο του κόμματος τα επόμενα χρόνια.

    Το πρωί μετά την ήττα του από τον Μπράουν, ο Νίξον είπε στους δημοσιογράφους που είχαν συγκεντρωθεί στο ξενοδοχείο Beverly Hilton το διάσημο ότι δεν θα ανεχόταν "να τον κακομεταχειρίζονται άλλο". Εκείνο τον Νοέμβριο, ο δημοσιογράφος Χάουαρντ Κ. Σμιθ τιτλοφόρησε μία τηλεοπτική εκπομπή του ως "Η πολιτική νεκρολογία του Ρίτσαρντ Μ. Νίξον".

    Στον απόηχο των ταπεινώσεων αυτών, ο Νίξον στήριξε την ανάκαμψή του που φαινόταν απίθανη στο να πείσει τόσο τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους, που θα μπορούσαν να βρουν πιο ελκυστικούς αγωνιστές για τους στόχους τους, όσο και τις κομματικές και δημοσιογραφικές ελίτ ότι στην πραγματικότητα δεν είναι εντελώς τελειωμένος. Το 1964, ο Νίξον φλέρταρε με την ιδέα να κατέβει υποψήφιος πρόεδρος αλλά την απέρριψε. (Ο κ. Τραμπ, φυσικά, δεν ένιωσε να επιπλήττεται που υποστήριξε αδύναμους και ανοιχτούς στην ήττα υποψηφίους στις ενδιάμεσες εκλογές πέρυσι, αλλά αντίθετα περίμενε το πολύ μία εβδομάδα για να ανακοινώσει ακόμα μία προεδρική υποψηφιότητα.)

    Ο Νίξον αποφάσισε να υποστηρίξει τον Μπάρι Γκόλντγουοτερ, τον ακροδεξιό γερουσιαστή από την Αριζόνα που έχασε κατά κράτος από τον Λίντον Τζόνσον, τον Δημοκρατικό πρόεδρο. Η στήριξη του Νίξον στον Γκόλντγουοτερ του έφερε κάποιους επαίνους από τη βάση του κόμματος – ήταν ένας από τους λίγους εξέχοντες Ρεπουμπλικάνους που παρέμεινε δίπλα στον γερουσιαστή – αλλά δεν βοήθησε να αλλάξει η αντίληψη ότι ήταν ένας κατά συρροή ηττοπαθής. Για να ολοκληρώσει την αποκατάστασή του, στις ενδιάμεσες εκλογές του 1966, στοιβάχτηκε στρατηγικά με τους Ρεπουμπλικάνους του Αντί - Τζόνσον κινήματος που ήταν έτοιμοι να τροφοδοτήσουν τη "Λευκή αντίδραση" (White backlash) στα προγράμματα της "Μεγάλης Κοινωνίας" και των πολιτικών δικαιωμάτων.

    Έως το 1968, ο Νίξον είχε θεμελιώσει εαυτόν ως ειδήμονα της εξωτερικής πολιτικής, έχοντας πραγματοποιήσει πολλές παγκόσμιες περιοδείες στη δεκαετία του 1960, και είχε αυτοπροβληθεί  ως ο μεγαλύτερος και σοφότερος επικριτής της κυβέρνησης Τζόνσον.

    Η περίοδος που υπήρξε ευάλωτος ήταν πιο σύντομη, αλλά ο κ. Τραμπ σήμερα, όπως και ο Νίξον στα μέσα της δεκαετίας του '60, επιβεβαίωσε εκ νέου τον εαυτό του ως πυλώνα του κόμματος. Τώρα, επίσης, ανταγωνίζεται με έναν δημοφιλή κυβερνήτη από μία μεγάλη αμφίρροπη πολιτεία.

    Στις προκριματικές των Ρεπουμπλικανών του 1968 ο Νίξον είχε να υπερκεράσει στην πραγματικότητα τρεις εξέχοντες κυβερνήτες του κόμματος - τον Τζορτζ Ρόμνεϊ του Μίσιγκαν, τον Νέλσον Ροκφέλερ της Νέας Υόρκης και τον Ρόναλντ Ρήγκαν της Καλιφόρνια – που μπορούσαν να προσφέρουν, σε άμεσο επίπεδο τουλάχιστον, περισσότερη γοητεία.

    Ο Ρήγκαν, ο οποίος είχε νικήσει στην Καλιφόρνια τον σπουδαίο Κυβερνήτη Μπράουν το 1966, ήταν στην πραγματικότητα μεγαλύτερος από τον Νίξον, αλλά είχε την αλαζονική αυτοπεποίθηση και την άνεση ενός πολύ νεότερου άνδρα, συνδυάζοντας την ηλιόλουστη αισιοδοξία που ο Νίξον δεν μπόρεσε ποτέ να εμφανίσει με μία εγγενή γοητεία προς στην αυξανόμενη αντιδραστική ψήφο που επιζητούσε ο Νίξον.

    Ακριβώς όπως ο κ. ΝτεΣάντις, με τους πολέμους του στην κριτική θεωρία της φυλής (critical race theory), την πολιτική "woke" της Disney και τα περιοριστικά μέτρα για τον Covid, προσπαθεί να επιβληθεί του κ. Τραμπ στον τόσο ζωτικό για τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών πολιτιστικό πεδίο, έτσι και ο Ρήγκαν είχε προσπεράσει τον Νίξον με την ανοιχτή του περιφρόνηση στην ατζέντα - ορόσημο του Τζόνσον για τα πολιτικά δικαιώματα, το ανερχόμενο αντιπολεμικό κίνημα και την αναδυόμενη αντικουλτούρα των χίπις. Τάχθηκε κατά της "μικρής μειοψηφίας των μπίτνικ, των ριζοσπαστών και των υποστηρικτών του βρώμικου λόγου" αναστατώνοντας την Καλιφόρνια και ρίχνοντας το ηθικό του Μπράουν, ο επισήμανε σοκαρισμένος μετά τον θρίαμβο του Ρήγκαν ότι "είτε το θέλουμε είτε όχι, ο κόσμος επιθυμεί διαχωρισμό των φυλών".

    Ο Νίξον υπερνίκησε τον Ρήγκαν και άλλους σε μία από τις τελευταίες προκριματικές διαδικασίες στην οποία αντιπρόσωποι και εξέχοντα πρόσωπα του κόμματος, παρά τη βούληση των ψηφοφόρων, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του υποψηφίου.

    Εδώ το παρόν αποκλίνει από την ιστορία. Ο Νίξον ήταν εξαιρετικά πιο εσωστρεφής, μεθοδικός και πολιτικά προσανατολισμένος από τον Τραμπ. Το 1968 ήταν ένας σημαντικά ισχυρότερος υποψήφιος γενικών εκλογών, κερδίζοντας τις περισσότερες ψήφους - ο Τραμπ έχασε δύο φορές τη γενική ψήφο - παρά τη συμμετοχή ενός τρίτου κόμματος του υπέρμαχου του διαχωρισμού των φυλών Τζορτζ Γουάλας, που ροκάνισε την υποστήριξη στο πρόσωπο του Νίξον.

    Ωστόσο, όπως ένα διχασμένο πεδίο στις προκριματικές λειτούργησε προς όφελος του Νίξον, το ίδιο θα μπορούσε και για τον κ. Τραμπ, ειδικά εάν αρκετοί άλλοι υποψήφιοι καταστούν βιώσιμοι. Σε ένα τέτοιο σενάριο, ο κ. Τραμπ μπορεί να χρειαστεί πλειοψηφία μόνο στις κρίσιμες πολιτείες που θα ψηφίσουν πρώτες για να κερδίσει την υποψηφιότητα. Ο πυρήνας της οπαδικής του βάσης μπορεί να είναι αρκετός. Παρόλο που η καμπάνια του κ. Τραμπ το 2016 ήταν συχνά συγκεχυμένη, κατάφερε να στείλει ένα καλά συντονισμένο μήνυμα νατιβισμού, αντι -παγκοσμιοποίησης και αντί - ελεύθερου εμπορίου, που διαχύθηκε μέσα από τον θόρυβο μιας χαοτικής προκριματικής αναμέτρησης. Με τον Νιξονικό τρόπο, ο κ. Τραμπ αξιοποίησε τους αντιδραστικούς του κόμματός του και γοήτευσε την ευρύτερη βάση.

    Το ερώτημα είναι αν ο κ. Τραμπ μπορεί να το ξανακάνει. Ένα από τα μεγάλα πολιτικά προτερήματα του Νίξον ήταν να αντιλαμβάνεται, ακόμη και στο απόγειο των εξουσιών του, τη θέση των θιγόμενων - να πείθει μία συγκεκριμένη μάζα ψηφοφόρων ότι εκείνοι και αυτός ήταν οι αντισυμβατικοί. Ως γνήσια αυτοδημιούργητος, η στάση αυτή βγήκε με φυσικό τρόπο στον Νίξον. Ο κ. Τραμπ, αν και γιος ενός εκατομμυριούχου του real estate, την υιοθέτησε παρόλα αυτά αποτελεσματικά σε όλη την πολιτική του καριέρα, καυχώμενος για την αγάπη του στους "χαμηλής μόρφωσης" πολίτες.

    Ο ΝτεΣάντις μπαίνει στη μάχη με την ελπίδα ότι τα πάμπολλα ελαττώματα του κ. Τραμπ, τα συνεχιζόμενα νομικά του προβλήματα και οι πολιτικές αποσκευές του τον καθιστούν τελικά πιο αδύναμο από ό,τι μοιάζει σήμερα. Αλλά βλέποντας τον ιστορικό παραλληλισμό, ακόμη και ο Ρήγκαν, ένα πολιτικό ταλέντο που εμφανίζεται μία φορά τη γενιά, δεν μπόρεσε να εκτοπίσει τον Νίξον. Όπως υποδηλώνει το καταστροφικό λανσάρισμα της εκστρατείας του μέσω Twitter, ο ΝτεΣάντις θα χρειαστεί να βελτιώσει γρήγορα και σημαντικά τη θέση του. Ίσως τότε, με τη βοήθεια μίας κατάρρευσης του Τραμπ, θα μπορέσει να διατηρήσει ελπίδες για το 2024 - ή ακόμα και, όπως δείχνει το παράδειγμα του Ρήγκαν, για μία μελλοντική προεδρική υποψηφιότητα.

    Εάν το 1968 μας δείχνει κάτι, ο κ. Τραμπ θα είναι δύσκολο να ηττηθεί. Σε ένα πολυπληθές πεδίο, εν μέσω μίας πεινασμένης νεότερης γενιάς διεκδικητών όπως ο κ. ΝτεΣάντις, θα πρέπει να κατασκευάσει εκ νέου αυτού του είδους τον λαϊκισμό. Απλώς μπορεί να το κάνει.

    * Ο Ross Barkan είναι συγγραφέας και εξωτερικός συνεργάτης στο περιοδικό The New York Times Magazine.

    © 2023 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ