Του Σπύρου Δημητρέλη
Αν εξαιρεθούν οι βραχύβιες κυβερνήσεις της εποχής των μνημονίων, δύο είναι οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης που δεν μπόρεσαν να μακροημερεύσουν για δύο θητείες. Για εντελώς διαφορετικούς λόγους, βέβαια, η καθεμιά. Η πρώτη ήταν η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη της περιόδου 1990-1993. Εκείνη η κυβέρνηση, ίσως η μοναδική με πραγματική πρόθεση -και όχι εξαναγκασμό όπως έγινε μετά τη χρεοκοπία και τα μνημόνια- μεταρρυθμιστική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης έχασε τις εκλογές του 1993. Ο βασικός λόγος ήταν, τουλάχιστον σύμφωνα με μια ορθολογική ανάγνωση, ότι πριν από τριάντα χρόνια στη σοσιαλίζουσα και κρατικίστικη στη νοοτροπία Ελλάδα προσπάθησε να προωθήσει ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωση της οικονομίας από τα δεσμά της κρατικής ρύθμισης. Αποδείχθηκε ότι ίσως ήταν πολύ πρόωρη η προσπάθεια. Ήταν, όμως, εξαιρετικά πολύτιμη η συμβολή της γιατί έκανε την αρχή για τη μείωση του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Στη Βρετανία, η ανάλογη προσπάθεια από τη Μάργκαρετ Θάτσερ για απελευθέρωση της βρετανικής οικονομίας από τα κρατικά και συνδικαλιστικά δεσμά στηρίχθηκε από τον βρετανικό λαό με τρεις άνετες εκλογικές νίκες και έφτασε να αναγνωρίζεται ακόμη και από τους πολιτικούς της αντιπάλους ως η Πρωθυπουργός που βοήθησε με την πολιτική της να μπει σε πραγματική τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης η βρετανική οικονομία με συνεχή άνοδο των εισοδημάτων.
Η δεύτερη ελληνική κυβέρνηση που δεν πέτυχε δεύτερη κανονική θητεία είναι αυτή των ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ της περιόδου 2015-2019. Αν εξαιρεθεί το πρώτο εξάμηνο του 2015, όπου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κανονική κυβερνητική θητεία με τους πειραματισμούς και ακροβατισμούς που έφεραν τη χώρα στο χείλος της κοινωνικής και απόλυτης οικονομικής καταστροφής, η κανονική κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή της περιόδου Σεπτεμβρίου 2015- Ιουλίου 2019.
Έχοντας χρεωθεί το τρίτο μνημόνιο της χώρας που ουσιαστικά ήταν αχρείαστο, αφού η χώρα βρισκόταν με το ένα πόδι εκτός των μνημονίων στο τέλος του 2014, εκείνη η κυβέρνηση έκανε τις επιλογές της για τον τρόπο που θα επιτυγχανόταν η δημοσιονομική προσαρμογή που είχε υπογράψει με τους δανειστές. Επέλεξε να κάνει όλη την προσαρμογή από την πλευρά των εσόδων μέσω της φορολογίας. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβληθούν τουλάχιστον 30 νέοι φόροι και αυξήσεις υφιστάμενων φόρων που δεν γονάτισαν μόνο την οικονομική δραστηριότητα, γονάτισαν και τη μεσαία τάξη. Οι λόγοι για αυτό ήταν καθαρά πολιτικοί. Αν έμπαινε στο μείγμα της οικονομικής πολιτικής η μείωση των κρατικών δαπανών θα προκαλούνταν δυσφορία στο κράτος, στο δημόσιο που είναι ο καταναλωτής των φόρων. Ωστόσο, με καθαρά οικονομικούς όρους η επιλογή της φορολογίας ως μέσο δημοσιονομικής προσαρμογής είναι πολύ αργό στην απόδοσή του και πολύ πιο εξοντωτικό για την οικονομία σε σχέση με τη μείωση των κρατικών δαπανών. Έχει υπολογιστεί από τη δημοσιονομική πραγματικότητά ότι αν θέλεις να μειώσεις το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά ένα ευρώ αρκεί να κόψεις κρατική δαπάνη 1,5 ευρώ. Αν όμως θέλεις να το μειώσεις με αύξηση της φορολογίας θα πρέπει να βάλεις νέους φόρους 3 ευρώ. Η εξήγηση είναι απλή. Όταν μειώνεις τη δαπάνη έχει άμεσο θετικό αντίκτυπο στο δημόσιο ταμείο και άμεση αλλά μικρότερη δευτερογενή επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα μέσω μείωσης της κατανάλωσης. Αντίθετα όταν αυξάνεις τη φορολογία προκαλούνται αλυσιδωτές αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα όπως αύξηση του κόστους, αδυναμία πληρωμής του φόρου, έξαρση φοροδιαφυγής ως αντίδραση στη φορολόγηση και γενικά μια αίσθηση αδικίας επειδή το κόστος πέφτει επί δικαίων και αδίκων. Δεν είναι τυχαίο ότι η οικονομική ανάκαμψη μετά από μείωση κρατικών δαπανών είναι πολύ πιο γρήγορη σε σχέση με τον χρόνο ανάκαμψης μετά την αύξηση των φόρων. Δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο ότι η Ελλάδα έκανε να βγει από τα μνημόνια μια δεκαετία όταν η Κύπρος και η Ιρλανδία βγήκαν πολύ πιο γρήγορα. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο ότι στα δυόμισι χρόνια της διακυβέρνησης Σαμαρά, όπου το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν 70% φόροι και 30% μείωση δαπανών, η ελληνική οικονομία επέστρεψε πολύ γρήγορα σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, για να τιναχθεί αυτή η θετική πορεία στον αέρα με την "περήφανη διαπραγμάτευση Βαρουφάκη". Τη φορολογική του πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε με εκλογική συντριβή τον Ιούλιο του 2019.
Η οικονομία, δηλαδή τα εισοδήματα, είναι πάντα και παντού ο κατεξοχήν παράγοντας διαμόρφωσης εκλογικών αποτελεσμάτων. Εκεί θα κριθεί και αυτή η εκλογική αναμέτρηση. Καλό λοιπόν είναι να ανοίξουν τα χαρτιά τους όλοι για τη φορολογική και εισοδηματική και γενικά οικονομική πολιτική που προτίθενται να ακολουθήσουν. Οι δηλώσεις του αντιπροέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκη για πρόθεση μείωσης του αφορολόγητου στις γονικές παροχές και αύξηση του φόρου στα μερίσματα ως μέσο για τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, δηλαδή για το καλό του λαού, ήταν μια αρχή…