Του Σπύρου Δημητρέλη
Μεγάλη κουβέντα γίνεται τελευταία για το αν θα είναι αυτοδύναμη τελικά η Νέα Δημοκρατία στις ερχόμενες εθνικές εκλογές. Και μιλάμε για τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση καθώς στην πρώτη, με την απλή αναλογική, η αυτοδυναμία είναι πρακτικώς αδύνατη. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η Νέα Δημοκρατία θα είναι πρώτο κόμμα και μάλιστα με αυξημένο ποσοστό στις δεύτερες εκλογές σε σχέση με τις πρώτες. Το αν θα είναι αυτοδύναμη αλλά και με πόσους βουλευτές πάνω από το όριο των 150 είναι το μεγάλο ζητούμενο για τη σημερινή κυβέρνηση αλλά και για το μέλλον της χώρας καθώς από αυτό εξαρτάται και πώς θα διαβάσουν η διεθνής κοινότητα και οι αγορές το εκλογικό αποτέλεσμα και τις προοπτικές της επόμενης διακυβέρνησης. Χοντρικά αυτό που λένε οι δημοσκοπήσεις είναι ότι αν εισέλθουν στη Βουλή πέντε κόμματα, δηλαδή δεν καταφέρει να εισέλθει το ΜέΡΑ 25 και το φασιστικό μόρφωμα που κυοφορείται και επιχειρείται να μπλοκαριστεί νόμιμα και συνταγματικά από τη Βουλή, τότε η αυτοδυναμία και μάλιστα με σχετική αριθμητική άνεση είναι μάλλον εξασφαλισμένη. Στην περίπτωση αυτή η επόμενη διακυβέρνηση δεν θα διαφέρει και πολύ από την υπάρχουσα. Η χώρα θα συνεχίσει να κινείται στον αστερισμό των μεταρρυθμίσεων με ήπιο τρόπο και θα συνεχίσουν οι πολίτες να δρέπουν τους καρπούς της ανάπτυξης και της σταθερότητας που προσφέρει η εμπιστοσύνη, εντός και εκτός των συνόρων, προς την Ελλάδα.
Στην περίπτωση που η Βουλή είναι εξακομματική ή ακόμη χειρότερα επτακομματική με το φασιστικό μόρφωμα, η αυτοδυναμία είναι πολύ δύσκολη καθώς το ποσοστό που θα πρέπει να συγκεντρώσει το πρώτο κόμμα θα πρέπει να είναι πολύ κοντά στο 40% ή και υψηλότερα. Πολύ κοντά στο αδύνατο. Υπάρχει βέβαια μια πιθανότητα, μικρή ή μεγάλη, ανάλογα με το εκλογικό αποτέλεσμα, η αυτοδυναμία να έρθει για τη Νέα Δημοκρατία με έναν ή δύο βουλευτές. Δηλαδή η κοινοβουλευτική της δύναμη να είναι 151 ή 152 βουλευτές. Οι παλιότεροι θα θυμούνται την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη της περιόδου 1990-1993. Η απελθούσα κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου είχε ναρκοθετήσει με νάρκη αστάθειας τη διακυβέρνηση της χώρας ψηφίζοντας έναν εκλογικό νόμο που ουσιαστικά πριμοδοτούσε το δεύτερο κόμμα. Μετά από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφτασε τον Απρίλιο του 1990 στο απίστευτο για τα σημερινά δεδομένα εκλογικό ποσοστό 46,9%, αλλά εξέλεξε 150 βουλευτές. Τελικά έγινε κυβέρνηση με την προσχώρηση του ενός βουλευτή που είχε εκλεγεί με το κόμμα της Δημοκρατικής Ανανέωσης, του βουλευτή Θεόδωρου Κατσίκη. Η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με μόλις έναν βουλευτή πλειοψηφία στη Βουλή επιχείρησε να κάνει πραγματικές μεταρρυθμίσεις σε μια χώρα που θύμιζε περισσότερο σοβιετική οικονομία παρά φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς. Ιδιωτικοποιήσεις, νέο συνταξιοδοτικό και απελευθέρωση αγορών στον ανταγωνισμό. Κατάφερε να μείνει ζωντανή για 3,5 χρόνια εκείνη η κυβέρνηση προωθώντας πραγματικές μεταρρυθμίσεις δύο δεκαετίες πριν χρεοκοπήσει η χώρα. Μεταρρυθμίσεις που διεκόπησαν με την πτώση της αλλά επανήλθαν δριμύτερες και πιο επώδυνες με τη μορφή των μνημονίων, όταν πλέον νομοτελειακά η χώρα χρεοκόπησε ως απότοκο της σοσιαλμανίας και του κρατισμού. Η κυβέρνηση εκείνη έπεσε όταν επιχείρησε να ανοίξει στον ανταγωνισμό τις τηλεπικοινωνίες ιδιωτικοποιώντας το κρατικό μονοπώλιο του ΟΤΕ. Για να πέσει εκείνη η κυβέρνηση, ο Αντώνης Σαμαράς απέσυρε τους βουλευτές Γεροντόπουλο και Συμπιλίδη, τους οποίους ήλεγχε, από την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας. Το ερώτημα σήμερα είναι αν πράγματι θέλουμε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση με 151 ή 152 βουλευτές. Θα μπορεί αυτή η κυβέρνηση να κινηθεί προς το δρόμο των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα (π.χ. στο δημόσιο, στη δικαιοσύνη, στα νοσοκομεία) χωρίς να γίνει έρμαιο του κάθε νέου επίδοξου Σαμαρά, Γεροντόπουλου ή Συμπιλίδη. Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ο κίνδυνος αυτής της εξέλιξης είναι η νέα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να γίνει ένα αντίγραφο της κυβέρνησης Σημίτη την τετραετία 2000-2004. Δηλαδή να παραλύσει από στασιμότητα, ατολμία και εν τέλει γενικευμένη πολιτική συναλλαγή και σήψη. Το ερώτημα είναι ποια θα είναι η εναλλακτική αν δεν υπάρξει οριακή αυτοδυναμία. Ο Γιώργος Γεραπετρίτης στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Capital.gr την περιέγραψε. Αναζήτηση συνεργασίας με τον όμορο πολιτικά χώρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Σε αυτή την περίπτωση με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία η κυβέρνηση δεν θα κινδυνεύει να πέσει εύκολα. Θα μεταφερθεί, όμως, ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την προώθηση μεταρρυθμίσεων στην πλευρά του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ. Θα επιλέξει το κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη και του Νίκου Ανδρουλάκη να στηρίξει τις αναγκαίες για τη χώρα μεταρρυθμίσεις ή θα επιβάλλει μια ατζέντα στασιμότητας στην κυβερνητική πολιτική με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και τους πολίτες της; Τα παραπάνω είναι απλώς μερικές σκέψεις και απόπειρες ορθολογικής προσέγγισης πιθανών μελλοντικών εξελίξεων. Είναι, όμως, και ευκαιρία να αναλογιστούν όλοι τις ευθύνες τους για το μέλλον της χώρας και κυρίως οι πολίτες που θα κάνουν πολύ σύντομα τις επιλογές τους.