Διαπραγμάτευση: Από την ακροσφαλή διπλωματία σε έναν θολό συμβιβασμό
Σάββατο, 14-Μαϊ-2016 10:10
Του Jens Bastian
Η πολυαναμενόμενη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης για το τρίτο πρόγραμμα της Ελλάδας φαίνεται πως θα επιτευχθεί στο Eurogroup της 24ης Μαΐου.
Σε αυτούς τους 9 μήνες επώδυνων διαπραγματεύσεων, πολλές προθεσμίες και κόκκινες γραμμές έχουν χαθεί ή εγκαταλειφθεί. Οι δύο πλευρές έχουν εξαντλήσει τα "όπλα” τους σε αυτή την ακροσφαλή διπλωματία και είναι πλέον έτοιμες να αποκλιμακώσουν την κατάσταση, με σκοπό την επίτευξη ενός συμβιβασμού. Κάποιοι αναλυτές θα το ονόμαζαν και fudge (πασάλειμμα).
Καθώς αναμένονται οι τελευταίες λεπτομέρειες της αξιολόγησης – και συγκεκριμένα το αμφιλεγόμενο ζήτημα της συγκεκριμενοποίησης των προληπτικών μέτρων – μπορούμε να αρχίσουμε να εξετάζουμε πώς θα είναι η επόμενη μέρα.
Όπως έχει ειπωθεί αρκετές φορές από όσους κάθονται στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, η σημασία του κλεισίματος της αξιολόγησης δεν αφορά μόνο την ουσία περίπλοκων ζητημάτων όπως η επίλυση των κόκκινων δανείων, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού.
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας είχε επίσης εκληφθεί ως μία που θα άνοιγε την πόρτα στο πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα της περαιτέρω ελάφρυνσης χρέους για την Ελλάδα. Αυτή η πρόκληση διαπερνούσε όλα τα προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας από το 2010. Η πρώτη αναδιάρθρωση έλαβε χώρα το 2012, κυριότερα στη βάση του εθελοντικού "κουρέματος” των ομολόγων που διατηρούσε ο ιδιωτικός τομέας, που περιελάμβανε και στοιχεία αποζημιώσεων.
Ωστόσο, από την εφαρμογή του PSI, το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν έπαψε να μεγαλώνει. Αντιθέτως, αυτό που άλλαξε ήταν το προφίλ του χρέους μέσω της διαδικασίας μετατόπισής του από τα χέρια των ιδιωτών σε αυτά του δημόσιου τομέα.
Σήμερα, πάνω από 80% του ελληνικού χρέους διατηρείται από τους διεθνείς δανειστές της χώρες, δηλαδή το ΔΝΤ, την ΕΚΤ, τον ESM και τον EFSF. Αυτό το αναδιαρθρωμένο προφίλ του είναι νευραλγικό για την επεξήγηση του γιατί είναι τόσο πολιτικά ευαίσθητο το ζήτημα της περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους, μεταξύ των πιστωτών.
Κατά τη γνώμη μου, η στρατηγική στην οποία συμφώνησαν οι δανειστές είναι να αντικατασταθεί ένα δομικό πρόβλημα με έναν θολό συμβιβασμό. Η πιθανότητα κουρέματος της ονομαστικής αξίας του χρέους έχει αποκλειστεί κατηγορηματικά από τις πολιτικές ηγεσίες του Βερολίνου, της Χάγης, της Βιέννης και του Ελσίνκι.
Αντιθέτως, οι εναλλακτικές που συζητούνται εστιάζουν στη μείωση των επιτοκίων κάτω από το 2% κατά μέσο όρο, την επιμήκυνση του χρόνου ωρίμανσης πέρα από τα 32 χρόνια αλλά και μεγαλύτερη περίοδο χάρης από την υπάρχουσα των 10 ετών. Ο συνδυασμός των παραπάνω μπορεί να παράσχει μία λύση-γέφυρα που να είναι πολιτικά αποδεκτή από τους
δανειστές της Αθήνας. Τους αγοράζει χρόνο – που δεν είναι καθόλου φτηνός – αλλά ενέχει το ρίσκο να πρέπει να επανέλθουν στο ζήτημα συντομότερα από όσο φαίνεται. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το PSΙ του 2012 είχε σχεδιαστεί ώστε να κλείσει για πάντα το ζήτημα του ελληνικού χρέους. Κι όμως, βρισκόμαστε πάλι στην αρχή, τρία χρόνια αργότερα!
Με αυτά υπόψη, το κατά πόσο ο παραπάνω συνδυασμός εργαλείων θα ελάφραινε τα βάρη του ελληνικού χρέους σημαντικά, μένει να φανεί. Για να είναι δυνατή η αναδιάταξη του χρέους σε βάθος χρόνου, πρέπει να ληφθούν υπόψη κι άλλοι παράγοντες. Αυτοί αφορούν κυρίως μακροπρόθεσμες μακροοικονομικές εξελίξεις και διαρθρωτικές προσαρμογές, όπως η σταθερή επιστροφή σε ανάπτυξη, η αύξηση της δυναμικότητας των εξαγωγών, μία σημαντική μείωση της ανεργίας, καθώς και η αποτελεσματική φοροεισπρακτική ικανότητα της Ελλάδας.
Οι υποστηρικτές της "light” έκδοσης της ελάφρυνσης του χρέους για την Ελλάδα, ισχυρίζονται πως η ολοκλήρωσή της θα σηματοδοτούσε την αρχή μιας αλυσίδας γεγονότων με ευεργετική δράση για όλους τους εμπλεκόμενους, περισσότερο από όλους για την Αθήνα.
- Θα έμπαιναν οι προϋποθέσεις για αρθούν εντελώς τα capital controls. Ωστόσο, παρότι αυτή η αλλαγή μοιάζει πιθανή και θα τύγχανε πανηγυρικής υποδοχής από τους έλληνες καταθέτες και τις επιχειρήσεις, η συνεχιζόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς ιδιωτών και εταιρικών καταθετών στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα, θα καθυστερούσε την εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου.
- Επιπλέον, η χαμηλή ποιότητα των assets είναι ο πιο σημαντικός αρνητικός παράγοντας για την πιστοληπτική ικανότητα και τις προοπτικές κερδών των τραπεζών. Παρατηρώντας κανείς τα ελληνικά οικονομικά στοιχεία, θα εξάγει πολλά αποθαρρυντικά συμπεράσματα και θα δυσκολευτεί να εντοπίσει success stories.
- Παραμένει άγνωστο το πως και το πότε η ΕΚΤ θα ήταν έτοιμη να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα (GGBs) στη λίστα με τα επιλέξιμα assets για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη γι' αυτό.
-Ενώ η Ελλάδα είναι σήμερα η μόνη χώρα της ευρωζώνης που δεν περιλαμβάνεται στο QE, και αυτά που θα είχε να κερδίσει από τη συμπερίληψή της είναι σημαντικά. Αλλά αυτά τα κέρδη εξαρτώνται από την αναγκαία αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων από τους οίκους αξιολόγησης σε status υψηλότερο από το σημερινό που παραμένει junk.
Είναι λόγος για αισιοδοξία η ολοκλήρωση της αξιολόγησης που διαφαίνεται; Σε note προς τους επενδυτές της την 4η Μαΐου, η Morgan Stanley "γυρίζει” σε bullish για τα ελληνικά ομόλογα και τις τράπεζες.
Η αμερικανική τράπεζα επενδύσεων βασίζει τις αισιόδοξες προβλέψεις της στην ανάγκη "ισχυρής ιδιοκτησίας” του τρίτου προγράμματος από την ελληνική κυβέρνηση.
Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς τους τελευταίους 9 μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων για την πρώτη αξιολόγηση, θα καταλήξει πως παρότι αυτή η "ιδιοκτησία” του προγράμματος είναι πάγιο αίτημα των δανειστών της Ελλάδας, δεν είναι τόσο ισχυρή από την πλευρά της ηγεσίας της Αθήνας.
Η πολύχρονη συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας παραμένει, έστω κι αν φαίνονται σημάδια επιβράδυνσης της. Η τεράστια έλλειψη ρευστότητας συνεχίζει να περιορίζει τις προοπτικές ανάκαμψης της χώρας στην όλοι ελπίζουν. Το άλμα στη ζήτηση από καταναλωτές και επιχειρήσεις δεν έχει πάρει σάρκα και οστά ακόμα. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές φόρων, εισφορών και πληρωμών της κυβέρνησης προς τον ιδιωτικό τομέα συνεχίζουν να αυξάνονται σε μηνιαία βάση. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξήθηκαν το
2015 και μοιάζουν να μην έχουν πιάσει ταβάνι το πρώτο τρίμηνο του 2016.
Όλοι αυτοί οι δείκτες δεν προϊδεάζουν για μία αυτοσυντήρητη ανάκαμψη στην Ελλάδα. Όπως ανέφερε η Κομισιόν στις εαρινές της προβλέψεις για την ευρωζώνη, οι προβλέψεις της μιλούν για μία ηπιότερη ύφεση της τάξης του 0,3% του ΑΕΠ για το 2016. Αλλά δύο παράγοντες που έχουν συνεισφέρει στη βελτίωση της οικονομίας της ευρωζώνης, δεν έχουν ωφελήσει την Ελλάδα: ούτε η βουτιά των τιμών του πετρελαίου ούτε η υποχώρηση του ευρώ έχουν βοηθήσει το οικογενειακό εισόδημα και τους έλληνες εξαγωγείς.
Το τρίτο πρόγραμμα που η Ελλάδα υπέγραψε τον Αύγουστο του 2015 απαγορεύει οτιδήποτε που έστω να θυμίζει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Μία λογική αύξηση του "δημοσιονομικού χώρου” (fiscal space) για την ελληνική κυβέρνηση ώστε να στηριχθούν οι εύθραυστες προοπτικές ανάκαμψης, είναι εκτός συζήτησης, λόγω της επιμονής των δανειστών για αυστηρή τήρηση του προγράμματος. Οι αυξήσεις φόρων που υιοθετήθηκαν από τη βουλή την περασμένη Κυριακή θα συνεχίσουν στον ίδιο κύκλο
δημοσιονομικής σύσφιξης.
Στα μάτια του μέσου Έλληνα, η πραγματική οικονομία είναι κολλημένη στην ύφεση. Οι περισσότεροι δεν συμπλέουν με την αισιόδοξη εικόνα που παρουσίασε ο κ. Τσίπρας. Αν και οι προβλέψεις της Κομισιόν διαβάζονται από κάποιους αναλυτές ως σημείο καμπής για την Ελλάδα, η Ιστορία δεν επιτρέπει αισιοδοξία.
Όλα τα παραπάνω είναι δείγματα πως η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ δρόμο για να διορθώσει τη ζημιά που έχει γίνει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι απαραίτητο η χώρα να αποφύγει περαιτέρω αυτοπροκαλούμενη ζημιά. Οι φήμες για πρόωρες εκλογές που ακούγονται από πηγές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα.
*Ο Jens Bastian γεννήθηκε στη Γερμανία το 1960. Ζει στην Ελλάδα από το 1998. Εργάστηκε για 8 χρόνια σε ιδιωτική ελληνική τράπεζα, ήταν μέλος της Task Force της Κομισιόν από το 2011 ως το 2013 και σήμερα είναι ανεξάρτητος οικονομικός σύμβουλος.