Του Γιάννη Τσαμουργκέλη*
Μετά από 7 χρόνια ύφεσης και κρίσης η χώρα διανύει περίοδο πολιτικής αστάθειας με μόνο δεδομένο, τα μέτρα του 3ου μνημονίου. Απουσιάζει η συζήτηση για το εθνικό αφήγημα και τη στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης. Τι θα κάνουμε με τις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική προσαρμογή; Σε ποιο πλάνο ενεργειών για την ανάταξη της χώρας εντάσσονται;
Ουσιαστικά, μετά από την τρικυμία εθνικού προσδιορισμού του α’ εξαμήνου του 2015 και την εντέλει υπογραφή του 3ου μνημονίου, η χώρα έχει πλέον ευρέως αποδεκτό όραμα. Τον εξευρωπαϊσμό της, με την ισχυροποίηση της κοινωνίας των πολιτών έναντι των κομμάτων, της πολιτικής κοινωνίας και του κράτους, την απελευθέρωση των αγορών και τη διαμόρφωση πραγματικά ανταγωνιστικού περιβάλλοντος με ίσες ευκαιρίες για όλους, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και των ανεξάρτητων ρυθμιστικών-εποπτικών αρχών, αλλά και την πραγματική και ειλικρινή μέριμνα για τους μη έχοντες και μη κατέχοντες.
Η χώρα έχει επίσης εξασφαλίσει με το 3ο μνημόνιο τη χρηματοδότηση για την οικοδόμηση των απαραίτητων εργαλείων-μεταρρυθμίσεων που θα την οδηγήσουν σε αυτή την προοπτική, όπως και τη χρηματοδότηση για τη μεταβατική περίοδο μέχρι τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Ωστόσο, υπολείπεται πλάνου προτεραιοτήτων που θα ενσωματώσουν τις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική προσαρμογή σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ώστε να οδηγηθεί η χώρα με ασφάλεια και σε σύντομο χρονικό διάστημα στην κατάκτηση του οραματικού προτύπου.
Με άλλα λόγια, χρειάζεται η μετάθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής και εξυγίανσης αλλά και των μεταρρυθμίσεων, από αυτοτελείς διαρθρωτικές πολιτικές μακροχρόνιας απόδοσης, σε οργανικά συστατικά ενός συνολικού σχεδιασμού με προτεραιότητα (α) την ενίσχυση της παραγωγικότητας σε άμεσο χρόνο και (β) την αποκατάσταση της αποτελεσματικότητας της νομισματικής πολιτικής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Ιδιαίτερα ενόψει της επικρατούσης χαοτικής και ανεξέλεγκτης κατάστασης της οικονομίας όπου η κατάρρευση της ρευστότητας έχει ακυρώσει την παρεμβατικότητα της νομισματικής πολιτικής και της μεταβολής των επιτοκίων από την Τράπεζα της Ελλάδος και τις τράπεζες, ενώ το υπερβάλλον χρέος, το ασφαλιστικό και η διάλυση του δημόσιου τομέα έχουν αδρανοποιήσει την αναπτυξιακή αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής.
α. Ενίσχυση της παραγωγικότητας
Σε καθεστώς κατάρρευσης ρευστότητας και μέχρι την αποκατάσταση της, οι προτεραιότητες μιας οικονομικής πολιτικής πρέπει να προσαρμόζονται στους συντελεστές που ενισχύουν την παραγωγική προσπάθεια των επιχειρήσεων που αντιστέκονται και οδηγούν στην επανάκαμψη. Η οικονομική θεωρία και η διεθνής εμπειρία έχουν αποδείξει ότι στις περιπτώσεις αυτές η ανάπτυξη καθοδηγείται από τις επιχειρήσεις που αποφασίζουν να λειτουργούν με ίδια κεφάλαια, με το ελάχιστο εργατικό δυναμικό, τον ελάχιστο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, αυξάνοντας κατακόρυφα την παραγωγικότητα τους. Η σταδιακή επανάκαμψη αυτών των επιχειρήσεων οδηγεί στην επανάκαμψη της οικονομίας και τελικά στην αποκατάσταση φυσιολογικών ρυθμών επενδύσεων αλλά και νέων προσλήψεων που αυξάνουν την απασχόληση.
Η ενίσχυση της δυναμικής αυτής της συνιστώσας ανάκαμψης απαιτεί μέτρα που υποστηρίζουν την παραγωγικότητα. Μέτρα όπως (i) ο περιορισμός του κόστους μεταφοράς και διακίνησης πρώτων υλών και προϊόντων με προτεραιότητα τις εξαγωγικές επιχειρήσεις (ii) η ενίσχυση κάθε πρωτοβουλίας που ενισχύεται την προστιθέμενη αξία της επιχειρηματικής παραγωγικής διαδικασίας όπως έρευνα και καινοτομία ακόμα και σχέδια marketing, προώθησης πωλήσεων και τυποποίησης (iii) ο αναπροσανατολισμός του ΕΣΠΑ σε επενδύσεις αύξησης της παραγωγικότητας (iv) η ενίσχυση των δεξιοτήτων του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού σε σχήματα κατάρτισης στη διάρκεια της εργασίας (On the job training).
β. Αποκατάσταση νομισματικής πολιτικής
Με δεδομένες αυτές τις ενέργειες η παράλληλη επείγουσα προτεραιότητα είναι η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών ρευστότητας και η ταχύτερη δυνατή άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων που θα επιτρέψουν την αποκατάσταση του εργαλειακού ρόλου της νομισματικής πολιτικής. Με χρήση κάθε συμβατικού κανόνα, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας υπό κανονικές συνθήκες ρευστότητας αποδεικνύεται ότι απαιτεί αρνητικά επιτόκια χρηματοδότησης, τουλάχιστον μέχρι ο πληθωρισμός να προσεγγίσει το επίπεδο του +2%. Κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό στις σημερινές συνθήκες. Ωστόσο, μπορεί να προσεγγιστεί με (i) διαπραγμάτευση με το κουαρτέτο για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών για όσο διάστημα απαιτείται, (ii) μέσω ειδικών πακέτων χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, (iii) μέσω της κατάλληλης χρήσης του επενδυτικού πακέτου Juncker (iv) με πίεση στις διοικήσεις των τραπεζών ώστε να μειώσουν τα επιτόκια χρηματοδοτήσεων στο πλαίσιο μιας γενικευμένης αποκλιμάκωσης των επιτοκίων.
Ειδικά θέματα
(i) Η αντιμετώπιση της μαζικής ανεργίας
Η μαζική ανεργία που βιώνουμε ως χώρα δεν πρόκειται ποτέ να αντιμετωπισθεί απλώς και μόνο με την αποκατάσταση των ομαλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας. Πλέον έχουμε μπει σε μια άλλη οικονομική φάση με υψηλή διαρθρωτική ανεργία. Συνεπώς, απαιτούνται ειδικά προγράμματα μαζικής δημιουργίας θέσεων απασχόλησης σε τομείς κοινωνικής εργασίας με περιορισμένο άμεσο αποτέλεσμα αλλά ενισχυμένες πολλαπλασιαστικές συνέπειες. Τέτοια μαζικά προγράμματα μπορούν να αφορούν σε προσλήψεις για τη μέριμνα ηλικιωμένων και βρεφών, στον κλάδο της βιομηχανίας ανακύκλωσης, στην αναμόρφωση αστικού περιβάλλοντος κλπ.
(ii) H Παιδεία
Διαρθρωτική μεταρρύθμιση τεράστιας εθνικής στρατηγικής σημασίας που συγκροτεί αυτόνομη συνιστώσα ανάπτυξης αποτελεί η παιδεία. Παιδεία αριστείας και ίσων ευκαιριών για όλους, ανεξαιρέτως εισοδηματικής κατηγορίας, φύλου και εθνικότητας. Παιδεία που θα ενισχύει την επιχειρηματικότητα και την ένταξη των νέων στην δυναμική της παραγωγικής διαδικασίας στο νέο πλαίσιο ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών με περιορισμένο δημόσιο τομέα. Μια τέτοια μεταρρύθμιση απαιτεί την επαναφορά στο πλαίσιο διαρθρωτικών πολιτικών που εισέφερε η πρώην υπουργός παιδείας κα Διαμαντοπούλου με συμμετοχικές διαδικασίες, ευρεία γνώση και συγκριτική μελέτη που θα μετασχηματιστεί και θα δοκιμαστεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Επωδός
Πολίτες και πολιτικοί πρέπει να κατανοήσουμε ότι η αποτυχία συγκρότησης μιας εθνικής αφήγησης για το μέλλον και η εναπόθεση της πολιτικής πράξης στις επιταγές του 3ου μνημονίου χωρίς προτεραιότητες και σχεδιασμό, θα μας φέρουν αντιμέτωπους με περιορισμένη οικονομική αποτελεσματικότητα και εντέλει με συνεχείς πολιτικές διαπραγματεύσεις με τα εκάστοτε κουαρτέτα της ΕΕ και του ΔΝΤ. Η χώρα δεν θα καταφέρει να βγει στις αγορές και η κοινωνία θα συνεχίζει να αποδιαρθρώνεται ενισχύοντας τα ακροδεξιά και ακροαριστερά ολοκληρωτικά κόμματα που θα περιφέρουν τις ιδέες για τη δραχμική "λύτρωση". Μέχρι οι ιδέες αυτές να συναντηθούν με μια εξουθενωμένη κοινωνία όσο και με μια κουρασμένη με την περίπτωση της Ελλάδας ΕΕ. Και τότε…..
* Ο Γιάννης Τσαμουργκέλης διδάσκει Διεθνή Οικονομικά στο Παν/μιο του Αιγαίου. Έχει διατελέσει διευθύνων στέλεχος εταιρειών στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.