Του Σοφοκλή Γούλα
Παρόλο που η ελληνική οικονομία άρχισε να εμφανίζει τάσεις επιβράδυνσης από το 2008, οι ραγδαίες εξελίξεις με την περιδίνηση της χώρας σε δύσκολες οικονομικές ατραπούς από τα τέλη του 2009, επέδρασαν στην εμπέδωση ενός κλίματος αβεβαιότητας τόσο στην οικονομική ζωή όσο και στις εκπαιδευτικές αποφάσεις. Οι αποφάσεις που αφορούν την επιλογή της συνέχισης των σπουδών ή και της κατεύθυνσης των σπουδών βασίζονται στα άμεσα και έμμεσα κόστη της εκπαίδευσης, ενώ καίριο ρόλο παίζουν οι προσδοκίες για επαγγελματική αποκατάσταση. Στα ελληνικά πανεπιστήμια το οικονομικό κόστος είναι ανεξάρτητο από την ειδίκευση ενός φοιτητή, όμως τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη διαφέρουν.
Σε πρόσφατη μελέτη μου με τη συνάδελφο Ρήγισσα Μεγαλοκονόμου από το Πανεπιστήμιο του Γουόρικ εξετάσαμε την επίδραση της οικονομικής κρίσης στις προτιμήσεις των υποψηφίων για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως δηλώθηκαν στα μηχανογραφικά τους δελτία. Μελετώντας δεδομένα από το 2003 έως το 2011, συγκρίναμε το ποσοστό των υποψηφίων που δήλωσαν σχολές συγκεκριμένων ειδικοτήτων πριν καθώς και στα πρώτα χρόνια της κρίσης. Μεταρρυθμίσεις όπως η κατάργηση ή συγχώνευση τμημάτων από το 2012 επιδρούν περαιτέρω στην αλλαγή τοπίου αφού δεν πρέπει να αγνοήσουμε την ύπαρξη προτιμήσεων για συγκεκριμένες πόλεις.
Τα αποτελέσματα μας δείχνουν δύο πράγματα. Πρώτον, οι υποψήφιοι προτιμούν διαχρονικά ειδικότητες με μεγαλύτερη επαγγελματική ασφάλεια. Ιατρικές, φαρμακευτικές και νομικές σχολές εμφανίζουν άνοδο στη δημοφιλία τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Ταυτόχρονα, η ήδη υψηλή δημοφιλία νοσηλευτικών και λοιπών παραϊατρικών ειδικοτήτων υγείας αυξάνεται 26 τοις εκατό.
Δεύτερον, καθώς η ψαλίδα στις οικονομικές απολαβές αποφοίτων πολυτεχνείων και ανθρωπιστικών ή κοινωνικών επιστημών μειώνεται στην κρίση, η διαφορά στη δημοφιλία των αντίστοιχων σχολών μειώνεται επίσης. Ειδικότερα, η δημοφιλία ανθρωπιστικών σχολών αυξήθηκε κατά 26 τοις εκατό μετά το 2009, ενώ εκείνη των σχολών διοίκησης επιχειρήσεων υποχώρησε κατά 26 τοις εκατό. Η ύφεση συμπίεσε τα εισοδήματα από εργασία αποφοίτων όλων των ειδικοτήτων, μειώνονταν έτσι το προσδοκώμενο όφελος κάποιου που θα επένδυε παραπάνω χρόνο και κόπο σε ένα απαιτητικό πτυχίο.
Οι προτιμήσεις των υποψηφίων σχηματίζονται με βάση τις οικονομικές προσδοκίες. Οι προσδοκίες αυτές αφορούν τις επαγγελματικές προοπτικές, την ανεργία και την υποαπασχόληση του κάθε ενός κλάδου λίγα χρόνια μετά.
Σε καιρούς μεγάλης οικονομικής ανασφάλειας, είναι αξιοσημείωτη η προτίμηση για επαγγέλματα με σίγουρο εισόδημα από νωρίς. Για παράδειγμα, αν κοιτάξουμε την δημοφιλία στρατιωτικών σχολών πριν καθώς και στα πρώτα χρόνια της πρόσφατης κρίσης στη χώρα μας θα παρατηρήσουμε ότι ακολουθεί μια πορεία ίδια με αυτή της ανεργίας των νέων κάτω από 25 χρονών (βλέπε γράφημα). Με άλλα λόγια όταν προσδοκούν υψηλή ανεργία, μεγαλύτερο ποσοστό των υποψηφίων για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα δηλώσουν κάποια στρατιωτική σχολή ως την πρώτη τους επιλογή στο μηχανογραφικό δελτίο. Είναι ενδιαφέρον πως πολλοί νέοι σε μια δημιουργική ηλικία θα προτιμούσαν το μισθό ενός στρατιωτικού από τα δεκαοκτώ, που δύσκολα παρεκκλίνει από μια σταθερή εξέλιξη μέχρι την ηλικία της συνταξιοδότησης.
Τα αποτελέσματα μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις τάσεις της ζήτησης για ανώτατη εκπαίδευση. Οι αποφάσεις των νέων, είτε σπουδάσουν εντός ή εκτός των συνόρων θα καθορίσουν την προσφορά εξειδικευμένης εργασίας των επόμενων ετών, θα αλλάξουν τις ισορροπίες και θα διαμορφώσουν τη δομή της ελληνικής οικονομίας των επόμενων δεκαετιών.

* Σοφοκλής Γούλας, υπ. Διδάκτωρ Οικονομικών, Πανεπιστήμιο Βόρειας Καρολίνας, Η.Π.Α.