Γιατί η φούσκα ΑΙ θα συνεχίσει να διογκώνεται το 2026 και θα σκάσει το 2027 – Ποιες αγορές θα τρέξουν πριν τη μεγάλη βουτιά
Πέμπτη, 18-Δεκ-2025 12:00
Της Ελευθερίας Κούρταλη
"Το ράλι της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν έχει τελειώσει ακόμα και αναμένεται να διαρκέσει ολόκληρο το 2026", εκτιμά η Capital Economics. Αυτή η άποψη στηρίζει τις προβλέψεις της για ισχυρά κέρδη στις αγορές μετοχών που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στο θέμα της ΑΙ, ιδίως στις ΗΠΑ και σε ορισμένα χρηματιστήρια της Ασίας. Άλλες αγορές μετοχών, και γενικότερα πολλά risk assets, ενδέχεται να έχουν λιγότερα να κερδίσουν. Ωστόσο, "οι καλές μέρες για την τεχνολογία δεν θα διαρκέσουν για πάντα: οι αποτιμήσεις τελικά θα επιδεινωθούν αρκετά ώστε να είναι πιθανή μια διόρθωση και το σκάσιμο της φούσκας που έχει δημιουργηθεί. Αυτό όμως δεν θα συμβεί πριν από το 2027", σημειώνουν οι οικονομολόγοι του οίκου με επικεφαλής τον John Higgins.
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνουν, η απόδοση των αμερικανικών "big tech" κλάδων - τεχνολογία πληροφοριών, υπηρεσίες επικοινωνιών και βασικά καταναλωτικά αγαθά - ήταν μεικτή μέχρι στιγμής στο τελευταίο τρίμηνο του 2025, εν μέσω ανησυχιών σχετικά με τη βιωσιμότητα της άνθησης της τεχνητής νοημοσύνης. Παρ' όλα αυτά, η Capital Economics πιστεύει ότι αυτοί οι κλάδοι θα ηγηθούν συλλογικά ξανά το 2026, οδηγώντας τον S&P 500 στις 8.000 μονάδες. Αυτή η πρόβλεψη βασίζεται σε έναν εκτιμώμενο δείκτη P/E δωδεκάμηνου στο 25x και σε κέρδη ανά μετοχή EPS ύψους 320 δολαρίων. Αυτή τη στιγμή το P/E του S&P 500 είναι στο 22,5x οριακά πάνω από τα επίπεδα του τέλους του 2024.
"Ομολογουμένως, πολλά πράγματα θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τον S&P 500 πριν από το τέλος του 2026, όπως η μειωμένη ζήτηση για Τεχνητή Νοημοσύνη, μια ύφεση ή μια πίεση στην αγορά ομολόγων", τονίζει οίκος. Ωστόσο, εκτιμά πως η άνθηση της Τεχνητής Νοημοσύνης θα εδραιωθεί στην οικονομία των ΗΠΑ, η οποία γενικά θα τα πάει αρκετά καλά υποστηρίζοντας την πορεία της αγοράς. Αντίθετα, η αγορά ομολόγων είναι αυτή που διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο εάν η Fed αυστηροποιήσει την πολιτική της, όπως το 1999/2000, αντί να την χαλαρώσει περαιτέρω, όπως προβλέπει η Capital Economics.
Υποθέτει ωστόσο, όπως τονίζει, ότι "μια φούσκα που σχετίζεται με την Τεχνητή Νοημοσύνη στη χρηματιστηριακή αγορά θα σκάσει όταν το P/E του S&P 500 αυξηθεί γύρω στο υψηλότερο σημείο της εποχής των dot com, με τους κλάδους των big tech να επωμίζονται τότε το κύριο βάρος των ρευστοποιήσεων".
Η πρόβλεψη του οίκου για τον S&P 500 στα τέλη του 2027, που ανέρχεται στις 7.000 μονάδες, υποδηλώνει πτώση μόνο 12,5% εκείνο το έτος. "Αλλά αυτό επιτρέπει την πιθανότητα μιας πολύ μεγαλύτερης πτώσης από την κορυφή στο κατώτατο σημείο", επισημαίνει. Άλλωστε, ο δείκτης θα ήταν ήδη ~24% χαμηλότερος χωρίς την άνθηση της τεχνητής νοημοσύνης, όπως εκτιμά η Capital Economics. Και αυτό πριν από το ράλι που προβλέπει για το 2026. Σημειώνεται ότι ο δείκτης μειώθηκε μόνο κατά ~10% το 2000, παρά την τελική πτώση από την κορυφή έως τον "πάτο" που ήταν 49%.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε διόρθωση δεν θα είναι μεγάλη, επειδή η άνοδος αυτή τη φορά ήταν κυρίως θεμελιώδης και όχι κερδοσκοπική, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην ταχεία αύξηση των κερδών στους τομείς της μεγάλης τεχνολογίας. Η Capital Economics δεν είναι πεπεισμένη ότι θα ισχύσει αυτό. "Αν και η αποτίμηση των τομέων της μεγάλης τεχνολογίας έπεσε κατακόρυφα πρώτη όταν έσκασε η φούσκα του dotcom, η κερδοφορία τους τελικά ακολούθησε", σημειώνει.
Ο οίκος δεν πιστεύει όμως ότι μια διόρθωση θα διαρκέσει για τόσο πολύ όσο στις αρχές της δεκαετίας του 2000, για συγκεκριμένους λόγους. Πρώτον, η διόρθωση τότε συνοδεύτηκε από ύφεση, την οποία δεν προβλέπει. Δεύτερον, ο S&P 500 συνέχισε να υποχωρεί για σχεδόν ένα χρόνο μετά το τέλος της ύφεσης. Αυτό ήταν πολύ ασυνήθιστο, επειδή ο δείκτης συνήθως φτάνει στο κατώτατο σημείο του τρεις έως έξι μήνες πριν από το τέλος μιας οικονομικής ύφεσης.
Οι μετοχές των ΗΠΑ γενικά δεν έχουν ξεπεράσει σε απόδοση εκείνες πολλών άλλων μεγάλων ανεπτυγμένων αγορών φέτος, ειδικά σε όρους δολαρίου. Παρ' όλα αυτά, η Capital Economics εκτιμά ότι οι ΗΠΑ ότι θα υπεραποδώσουν το 2026, πριν υποαποδώσουν το 2027. Αυτή η άποψη επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα μερίδια των μεγάλων τεχνολογικών τομέων στην κεφαλαιοποίηση της αγοράς, η οποία είναι χαμηλή στην Ευρώπη για παράδειγμα.
Εντωμεταξύ, οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών έχουν υπεραποδώσει των αναπτυγμένων αγορών μέχρι στιγμής το 2025. Αυτό, όπως τονίζει η Capital Economics, αντανακλά μια ανάκαμψη από την διόρθωση που ακολούθησε τις εκλογές στις ΗΠΑ στα τέλη του περασμένου έτους. Η ανάκαμψη συνοδεύτηκε από συμπίεση των ασφαλίστρων κινδύνου, ιδίως στη Λατινική Αμερική και στις αναδυόμενες αγορές της Ασίας. Οι μετοχές στην περιοχή της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και Αφρικής (EMEA) έχουν επίσης επωφεληθεί από την αύξηση των τιμών των βιομηχανικών μετάλλων, ενώ αυτές στην Ασία έχουν επηρεαστεί αρνητικά από το παγκόσμιο ράλι της τεχνητής νοημοσύνης.
Η Capital Economics πιστεύει ωστόσο ότι η άνοδος στις μετοχές της Λατινικής Αμερικής και της περιοχής ΕΜΕΑ έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρώσει τον κύκλο της. Είναι όμως αισιόδοξη για τις προοπτικές των μετοχών στον δείκτη MSCI των αναδυόμενων αγορών της Ασίας, δεδομένης της γενικά μεγάλης έκθεσης της περιοχής στην τεχνολογία. Πιστεύει ότι η Κίνα, η Κορέα και η Ταϊβάν θα τα πάνε καλά, καθώς ο ενθουσιασμός για την Τεχνητή Νοημοσύνη αυξάνεται.
Αμφιβάλλει όμως ότι οι σχετικά χαμηλές αποτιμήσεις των big tech κλάδων στις αναδυόμενες αγορές της Ασίας θα αποτρέψουν μια πτώση εκεί μόλις σκάσει η φούσκα στην Τεχνητή Νοημοσύνη. "Καταρχάς, η κερδοφορία έχει αυξηθεί με παρόμοιο ρυθμό όπως στις ΗΠΑ, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα της αύξησης των κερδών που σχετίζονται με την Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τις μετοχές των αναδυόμενων αγορών ανεξάρτητα από αυτό. Και όταν σκάσει η φούσκα στην Τεχνητή Νοημοσύνη, τα ασφάλιστρα κινδύνου των αναδυόμενων αγορών είναι πιθανό να αυξηθούν", σημειώνουν οι οικονομολόγοι της C.E.
Παράλληλα πιστεύουν ότι οι χρηματιστηριακές αγορές στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες το 2027, αν και λιγότερες από εκείνες στις αναδυόμενες αγορές της Ασίας, δεδομένης της χαμηλότερης έκθεσής τους στην τεχνολογία.