Citi, Barclays: Η αναβάθμιση που "χρωστάει" η Fitch στην Ελλάδα και αυτές που έρχονται - Η νέα έξοδος στις αγορές και η βουτιά των ελληνικών spreads

Παρασκευή, 14-Νοε-2025 14:00

Citi, Barclays: Η αναβάθμιση που "χρωστάει" η Fitch στην Ελλάδα και αυτές που έρχονται - Η νέα έξοδος στις αγορές και η βουτιά των ελληνικών spreads

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Η Fitch "χρωστάει" μία νέα αναβάθμιση στην Ελλάδα, διαμηνύει η Citigroup ενόψει της νέας ετυμηγορίας του οίκου που έχει προγραμματιστεί για σήμερα το βράδυ, υπογραμμίζοντας τη σημαντική βελτίωση που έχει καταγράψει η χώρα στο μέτωπο της μείωσης του χρέους. Παράλληλα εκτιμά πως το spread των ελληνικών 10ετών ομολόγων θα κλείσει σημαντικά περαιτέρω το χάσμα με τη Γερμανία. Από την πλευρά της η Barclays βλέπει πρεμιέρα της Ελλάδας στις αγορές για το 2026 τον Ιανουάριο με ένα νέο benchmark ομόλογο.

Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η Citi, η Ελλάδα έχει αναβαθμιστεί κατά μία βαθμίδα από την S&P και την Moody's φέτος, αλλά η Fitch εξακολουθεί να αξιολογεί τη χώρα στη χαμηλότερη βαθμίδα του Investment grade (BBB-), η οποία παραμένει αμετάβλητη από το 2023, αν και με θετικές προοπτικές καθώς ο οίκος τις αναβάθμισε μόλις τον περασμένο Μάιο. Όπως επισημαίνει, η Fitch είναι ο οίκος με τη μεγαλύτερη κινητικότητα φέτος στο μέτωπο των αξιολογήσεων...

Η αμετάβλητη στάση της Fitch, όπως τονίζει η Citi, συμβαίνει παρά την απότομη μείωση του δείκτη χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας, η οποία είναι πιθανό να πολλαπλασιαστεί από τα συνεχιζόμενα πρωτογενή πλεονάσματα και την ισχυρή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ. Μάλιστα, όπως αναφέρει, η αγορά εκτιμά πως η Ελλάδα θα πετύχει μείωση του χρέους της κατά 4% του ΑΕΠ ετησίως φέτος καθώς και την επόμενη διετία 2026-2027.

Το προσχέδιο του προϋπολογισμού της Ελλάδας προβλέπει ότι ο δείκτης χρέους θα πλησιάσει αυτόν της Ιταλίας το επόμενο έτος, επισημαίνει η Citi, δίνοντας εμμέσως πλην σαφώς ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Fitch ότι η νέα αναβάθμιση της χώρας δικαιολογείται απόλυτα από τη δημοσιονομική της πορεία η οποία έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια όταν έδωσε την τελευταία της αναβάθμιση.

Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με το προσχέδιο, το ελληνικό χρέος εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 145,4% του ΑΕΠ φέτος, ελαφρώς χαμηλότερα από το 147,8% που καταγράφηκε το 2010, όταν η Ελλάδα "μπήκε" στο πρώτο πρόγραμμα διάσωσης. Και το 2026 αναμένεται να μειωθεί κατά 7,8% περαιτέρω, στο 137,6%, οριακά υψηλότερα από τον (αναθεωρημένο πρόσφατα) δείκτη χρέους της Ιταλίας (137,4%). Η Ελλάδα καταγράφει ήδη τη μεγαλύτερη μείωση δείκτη χρέους διεθνώς από την εποχή της πανδημίας, καθώς από το 207% που κορυφώθηκε το 2020, στα τέλη του 2024 είχε σημειώσει βουτιά 53 ποσοστιαίων μονάδων, στο 153,6%, ενώ αναμένεται να διατηρήσει το ρεκόρ αυτό και τα επόμενα χρόνια. Στα τέλη του 2026, η μείωση αυτή θα αγγίζει τις 70 ποσοστιαίες μονάδες.

Αξίζει να σημειώσουμε πως η Fitch σε έκθεσή της αυτή την εβδομάδα υπογράμμισε τη σημαντική προσπάθεια της χώρας στο μέτωπο του χρέους. Επισήμανε ότι η αξιολόγηση της Ελλάδας έχει συγκλίνει αρκετά σε σχέση με αυτή των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης τα τελευταία χρόνια και αυτό οφείλεται κυρίως στην πτωτική τροχιά που έχει σημειώσει ο δείκτης χρέους, μία τάση η οποία αναμένει να συνεχιστεί. Κατά την Fitch, η ισχυρή δέσμευση της Ελλάδας στη δημοσιονομική πειθαρχία, σε συνδυασμό με την υπεραπόδοση των δημοσιονομικών της μεγεθών, έχουν κάνει τη χώρα να ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια σε αυτή τη γενικότερη τάση που κυριαρχεί στην Ευρωζώνη, όπου το χάσμα αξιολογήσεων μεταξύ Νότου και Βορρά έχει μειωθεί σημαντικά.

Η Citi αναφέρεται παράλληλα στις κινήσεις της Scope Ratings, συγκρίνοντάς τες με αυτές της Fitch. Όπως επισημαίνει, ο οίκος αξιολόγησης Scope προβλέπει μείωση του ελληνικού δείκτη χρέους κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2030 και την περασμένη εβδομάδα έθεσε την αξιολόγηση BBB της Ελλάδας σε θετικές προοπτικές. 

Με βάση και τα παραπάνω, η Citi τονίζει πως, συνολικά, αναμένει ότι οι αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της Ελλάδας θα συνεχιστούν για τα επόμενα τρίμηνα και χρόνια. Αυτό, σε συνδυασμό με τη σταθερή καθαρή προσφορά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου το επόμενο έτος, θα μπορούσε να επιτρέψει τη σύσφιξη του spread της Ελλάδας στο εύρος των 50-55 μονάδων βάσης έναντι των γερμανικών ομολόγων, το οποίο σήμερα διαμορφώνεται στις 66 μονάδες βάσης.  Όπως προσθέτει, η Ελλάδα, σύμφωνα με αναφορές, αναμένεται να εκδώσει ομόλογα ύψους 8 δισ. ευρώ το 2026, ελαφρώς πάνω από τα 7,7 δισ. ευρώ που εκδόθηκαν έως τώρα φέτος με την έκδοση νέου 10ετούς ομολόγου να είναι στα σχέδια.

Η Citi υπολογίζει πως οι καθαρές ταμειακές ανάγκες της Ελλάδας (NCR = ακαθάριστη προσφορά - εξαγορές - κουπόνια free float - καθαρή μεταβολή στις θέσεις της ΕΚΤ) θα είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερές στα 3 δισ. ευρώ το 2026 έναντι 2,3 δισ. ευρώ φέτος. Ο ΟΔΔΗΧ θα δημοσιεύσει την πλήρη στρατηγική χρηματοδότησης για το 2026 γύρω στις 22-23 Δεκεμβρίου.

Από την πλευρά της η Barclays εκτιμά πως η Ελλάδα θα βγει στις αγορές με νέο 10ετές ομόλογο τον Ιανουάριο, με στόχο την άντληση 4 δισ. ευρώ. Δεν αναμένει άλλη κίνηση της χώρας στις αγορές στο α’ τρίμηνο. 

Η βρετανική τράπεζα εκτιμά πως τον Ιανουάριο, το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς κοινοπρακτικών ομολόγων θα είναι 10ετείς τίτλοι (όπως και τα προηγούμενα χρόνια), με αναμενόμενες 10ετείς εκδόσεις από την Ισπανία, το Βέλγιο, την Πορτογαλία, την Αυστρία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία. Τον ίδιο μήνα, αναμένει επίσης 20ετές ομόλογο από τη Γαλλία και 15ετή ομόλογα από την Ιταλία, τη Φινλανδία και τη Σλοβενία.

Τον Φεβρουάριο βλέπει την πιθανότητα οι εκδότες να επικεντρωθούν περισσότερο στα μακροπρόθεσμα ομόλογα. Σε αυτό το πλαίσιο η Barclays αναμένει νέα 30ετή ομόλογα από τη Γαλλία, την Ισπανία και το Βέλγιο, ένα 15ετές linker από την Ιταλία (ομόλογο με ρήτρα πληθωρισμού), ένα 20ετές από την Σλοβακία και ένα 10ετές από την Ολλανδία. Οι εκδόσεις του α’ τρίμηνου του 2026 θα ολοκληρωθούν κατά τη βρετανική τράπεζα, με ένα νέο 30ετές γερμανικό, ένα 20ετές linker από τη Γαλλία και ένα 20ετές ομόλογο από την Ιταλία, όλα τον Μάρτιο.

Συνολικά, πιστεύει ότι η προσφορά ομολόγων στην Ευρωζώνη θα μπορούσε να πλησιάσει τα 120 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο, δεδομένων των προαναφερθέντων συμφωνιών, παρόμοια με τα προηγούμενα χρόνια.