Χρηματιστήριο: Τι φέρνει η αναβάθμιση στις ανεπτυγμένες αγορές
Κυριακή, 12-Οκτ-2025 08:00
της Ελευθερίας Κούρταλη
Ενίσχυση του κύρους και της εικόνας του Χρηματιστηρίου Αθηνών, προσέλκυση περισσότερων και μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, μείωση του ρίσκου της ελληνικής αγοράς –με μικρότερη ευαισθησία και λιγότερες "ακρότητες" στις εξωτερικές εξελίξεις– και πρόσβαση των ελληνικών εισηγμένων σε περισσότερα κεφάλαια, γεγονός που ενισχύει και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, είναι μόνο μερικά από τα "κέρδη" της Ελλάδας από την αναβάθμιση-ορόσημο στην οποία προχώρησε πρώτος ο FTSE Russell την περασμένη εβδομάδα.
Πέραν του ποιος θα "νικήσει" όσον αφορά το ισοζύγιο εισροών-εκροών, για το οποίο υπάρχουν εκτιμήσεις αλλά μόνο ο χρόνος θα δείξει, και παρά το γεγονός ότι όντως η ελληνική παρουσία στους δείκτες ανεπτυγμένων αγορών θα είναι μια... σταγόνα στον ωκεανό των μεγαθηρίων, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως η αναβάθμιση, η οποία θα τεθεί σε ισχύ στις 21 Σεπτεμβρίου του 2026, αποτελεί ένα ισχυρό μήνυμα για τους επενδυτές και σφραγίζει την πλήρη επιστροφή της Ελλάδας στον διεθνή χρηματοοικονομικό χάρτη, κλείνοντας επίσημα τον κύκλο της κρίσης.
Όπως σημείωσε ο David Sol, παγκόσμιος επικεφαλής πολιτικής του FTSE Russell, η αναβάθμιση του Χ.Α. αντικατοπτρίζει τη συντονισμένη προσπάθεια του Χρηματιστηρίου Αθηνών να ευθυγραμμίσει την ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. "Η FTSE Russell συγχαίρει το Χρηματιστήριο Αθηνών για την επίτευξη αυτού του σημαντικού ορόσημου", τόνισε.
"Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί νέες ευκαιρίες για τις εισηγμένες εταιρείες και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και το μέγεθος των ελληνικών επιχειρηματικών δομών", δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, υπογραμμίζοντας ότι η αναβάθμιση "αποτελεί ένα ακόμα ισχυρό μήνυμα για τη σταθερότητα και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας".
Ο διευθύνων σύμβουλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών, Γιάννος Κοντόπουλος, χαρακτήρισε την αναβάθμιση "ορόσημο" που επιβεβαιώνει τη στρατηγική του Χ.Α. να τοποθετηθεί "δίπλα στις πιο ώριμες αγορές του κόσμου". "Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να διευρύνει σημαντικά τη δεξαμενή των διεθνών επενδυτών που μπορούν να τοποθετηθούν στην ελληνική κεφαλαιαγορά, προσελκύοντας σημαντικές εισροές κεφαλαίων", τόνισε.
Από τότε που ο FTSE Russell υποβάθμισε την Ελλάδα το 2015, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έχει σημειώσει απόδοση σχεδόν 300%, υπερδιπλάσια από αυτήν του δείκτη αναδυόμενων αγορών του MSCI.
Σημειώνεται πως ο οίκος είχε εντάξει το Χ.Α. σε λίστα παρακολούθησης για αναβάθμιση από τον Οκτώβριο του 2024, ενώ τον Απρίλιο του 2025, κατά την ενδιάμεση αξιολόγησή του, είχε κρατήσει "στάση αναμονής". Ο λόγος ήταν να αφομοιωθεί, όπως είχε διαμηνύσει, η αναβάθμιση της Ελλάδας από τη Moody’s σε επενδυτική βαθμίδα, η οποία είχε μόλις συμβεί, ενώ ήδη πληρούσε τα 22 κριτήρια ποιότητας, καθώς και τα όρια μεγέθους και εμπορευσιμότητας που έχει θέσει ο οίκος.
Βραχυπρόθεσμα, και όσο οι υπόλοιποι οίκοι κατατάσσουν ακόμη το Χ.Α. στις αναδυόμενες αγορές, θα είναι ένα διάστημα προσαρμογής. Σημειώνεται πως οι επόμενοι "σταθμοί" για αναβάθμιση είναι ο Απρίλιος του 2026 (από τον πάροχο δεικτών Stoxx), ενώ αργότερα (Σεπτέμβριος 2026) ακολουθεί ο οίκος S&P DJΙ. Ο MSCI θα είναι πιθανότατα ο τελευταίος οίκος που θα αναβαθμίσει το Χ.Α., καθώς δεν το έχει θέσει ακόμη σε λίστα παρακολούθησης για αναβάθμιση, κάτι που πιθανότατα θα πράξει στο α’ εξάμηνο του 2026 (Ιούνιος). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η απόφαση του MSCI για την αναβάθμιση του Χ.Α. θα ανακοινωθεί στο τέλος του α’ εξαμήνου του 2027.
Επίσης, εκτιμάται πως θα υπάρξουν πιέσεις λόγω και της αποχώρησης (εκροές) από το Χ.Α. των funds που επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές, οι οποίες αρχικά θα ξεπεράσουν τις εισροές που ακολουθούν τις ανεπτυγμένες αγορές. Η HSBC έχει σημειώσει πως, αν και η αναβάθμιση σηματοδοτεί κύρος και θα μπορούσε να υποστηρίξει την άνοδο των αποτιμήσεων των ελληνικών μετοχών, ωστόσο αυτές θα αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρότερο ποσοστό των δεικτών ανεπτυγμένων αγορών, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να παραβλέπουν το Χ.Α. Ειδικά καθώς περισσότερες ελληνικές εταιρείες θα αποτελούν εταιρείες μικρής κεφαλαιοποίησης εντός ενός σύμπαντος ανεπτυγμένων αγορών.
H προβλεπόμενη βαρύτητα της Ελλάδας ως ανεπτυγμένης αγοράς, σύμφωνα με τον FTSE Russell, αναμένεται να είναι 0,067% στον FTSE Global All Cap, 0,074% στον FTSE Developed ALL Cap, 0,056% στον FTSE All World και 0,062% στον FTSE Developed Index.
Τι λένε οι αναλυτές
Παρά τους όποιους προβληματισμούς, το γεγονός είναι πως ο FTSE Russell είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος οίκος μετά τον MSCI, συνεπώς η απόφασή του για την αναβάθμιση του Χ.Α. προσδίδει κύρος στην αγορά και αποτελεί σημαντικό "σήμα" για τους επενδυτές που παρακολουθούν τις ανεπτυγμένες αγορές, δηλαδή θεσμικούς και μεγάλα, ποιοτικά funds. Αξίζει να σημειωθεί πως το φάσμα των επενδυτών στις ανεπτυγμένες αγορές είναι 10 φορές μεγαλύτερο από ό,τι στις αναδυόμενες, συνεπώς τα οφέλη που θα έχει το Χ.Α. μακροπρόθεσμα είναι σημαντικά.
Η ανακοίνωση του FTSE Russell έρχεται και σε μια κρίσιμη στιγμή, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η δημόσια πρόταση της Euronext για την εξαγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών, μια κίνηση που, σύμφωνα με τη διοίκηση του Χ.Α., θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα της εγχώριας αγοράς και θα υποστηρίξει την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Όπως τονίζει η NBG Securities, αυτή η θετική εξέλιξη έρχεται έπειτα από πολλά χρόνια κατάταξης της Ελλάδας ως προηγμένης αναδυόμενης αγοράς και υπογραμμίζει τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, καθώς και στις εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ωστόσο ο αντίκτυπος της αναβάθμισης του Χ.Α. σε καθεστώς ανεπτυγμένης αγοράς στις καθαρές ροές επενδυτών και στην απόδοση της χρηματιστηριακής αγοράς μένει να φανεί.
Κατά τη Eurobank Equities, η απόφαση του FTSE Russell αντικατοπτρίζει το ενισχυμένο θεσμικό πλαίσιο, το βάθος της κεφαλαιαγοράς και το πιστωτικό προφίλ της χώρας, ευθυγραμμίζοντάς τη με τις αντίστοιχες ανεπτυγμένες αγορές. Όσον αφορά την ανάγνωση, η αναβάθμιση ενισχύει την παγκόσμια προβολή του Χρηματιστηρίου Αθηνών, μειώνει τον αντιληπτό κίνδυνο χώρας και θα μπορούσε να μειώσει το κόστος κεφαλαίου για τις εισηγμένες εταιρείες. Από την άλλη πλευρά, ενδέχεται να προκύψει βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα, καθώς τα funds αναδυόμενων αγορών θα ρευστοποιήσουν θέσεις, ενώ η βαρύτητα του δείκτη της Ελλάδας στον Ανεπτυγμένο Δείκτη FTSE All World περιορίζει την κλίμακα των κατανομών των παθητικών κεφαλαίων και μειώνει τον αριθμό των επιλέξιμων προς ένταξη τίτλων. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια θετική εξέλιξη, που πιθανότατα θα ανοίξει τον δρόμο για μια παρόμοια απόφαση από τον Stoxx τον Μάρτιο/Απρίλιο του 2026, με τις ελληνικές τράπεζες να αναμένεται να επωφεληθούν περισσότερο από την τελευταία.
Όπως σημειώνει η Morningstar, η Ελλάδα ολοκληρώνει το μεγάλο της comeback. Η αναβάθμιση της Ελλάδας σε καθεστώς ανεπτυγμένης αγοράς αντιπροσωπεύει έναν αναμφισβήτητο θρίαμβο για μια χώρα που μόλις πριν από μία δεκαετία βρισκόταν εν μέσω χρεοκοπίας, όπως τονίζει. Ενώ η αλλαγή τίθεται σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 2026 και τεχνικοί παράγοντες ενδέχεται να περιορίσουν τις ροές παθητικών επενδύσεων, αναμφίβολα θα ενισχύσει τις ενεργητικές επενδύσεις σε ελληνικές μετοχές και ομόλογα.
Η ανα-κατηγοριοποίηση της Ελλάδας ως ανεπτυγμένης αγοράς αντικατοπτρίζει την εκπληκτική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία. Ο FTSE Russell αναγνώρισε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, το θεσμικό της πλαίσιο, το βάθος της κεφαλαιαγοράς και το πιστωτικό της προφίλ, σημειώνει η Morningstar.
Σημειώνεται πως τον περασμένο Απρίλιο, και εν αναμονή τότε της ενδιάμεσης αξιολόγησης του FTSE Russell, όταν τελικά διατήρησε την Ελλάδα σε watch list, η Thea Jamison, διευθύνουσα σύμβουλος της CHANGE Global Investment, είχε εκτιμήσει μιλώντας στο Reuters πως η αναβάθμιση του FTSE Russell θα μπορούσε να αποφέρει καθαρές παθητικές εισροές περίπου 400 εκατ. δολαρίων, ενώ η Hellenic Asset Management προέβλεψε εισροές μεταξύ 250 εκατ. δολαρίων και 1 δισ. δολαρίων.
Η... αμετανόητη J.P. Morgan
Η J.P. Morgan, από την πλευρά της, επιμένει πως η αναβάθμιση δεν είναι καλό νέο για την ελληνική αγορά, αν και, όπως τονίζει, είναι συνολικά "Οverweight" για την Ελλάδα, δεδομένης της ισχυρής (σε σχέση με την Ευρωζώνη) τροχιάς αύξησης του ΑΕΠ, των προσδοκιών για περαιτέρω ενίσχυση του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ και της ελκυστικής αποτίμησης των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τους ομολόγους τους στην Ευρωζώνη.
Όπως σημειώνει σε σχετική της έκθεση με τίτλο "Ναι, είμαστε δυσαρεστημένοι που ο FTSE αναβάθμισε την Ελλάδα", προσθέτοντας ωστόσο ότι δεν αποτέλεσε έκπληξη, αναμένει μικρές παθητικές εκροές, συνολικού ύψους 112,8 εκατ. δολαρίων, και σημαντική μείωση του βάρους της Ελλάδας στους δείκτες.
Ειδικότερα, η J.P. Morgan σημειώνει πως αυτή τη στιγμή υπάρχουν 33 ελληνικές εταιρείες στον δείκτη FTSE Emerging Market All Cap (29 στην κατηγορία Standard και 4 στην κατηγορία Small) και εκτιμά ότι 29 εταιρείες θα είναι επιλέξιμες για ένταξη στον δείκτη FTSE Developed Market (8 στην κατηγορία Standard και 21 στην κατηγορία Small). Όπως προβλέπει, θα υπάρξουν εκροές 2,84 δισ. δολαρίων από τους δείκτες FTSE Αναδυόμενων Αγορών και εισροές 2,7 δισ. δολαρίων από τους δείκτες FTSE Ανεπτυγμένων Αγορών, με αποτέλεσμα μια καθαρή παθητική εκροή περίπου 112,8 εκατ. δολαρίων από την Ελλάδα.
Αξίζει να σημειώσουμε πως, σύμφωνα με μια πρώτη ενδεικτική λίστα των μετοχών που θα συμμετέχουν στους δείκτες του (με βάση τα στοιχεία της 30ής Ιουνίου 2025), ο FTSE Russell τοποθετεί των αριθμό των ελληνικών μετοχών στις 27. Σε κάθε περίπτωση, η τελική λίστα θα ανακοινωθεί λίγο πριν από την ημερομηνία της επίσημης αναβάθμισης.
Η J.P. Morgan επαναλαμβάνει, λοιπόν, ότι η αναβάθμιση σε αυτή τη νέα κατηγορία είναι αρνητική για τη συνολική υγεία της χρηματιστηριακής αγοράς, καθώς η προσοχή των επενδυτών θα μειωθεί. Όταν μεταβαίνουμε από μια βάση επενδυτών σε αναδυόμενες αγορές που επικεντρώνεται περισσότερο στη χώρα σε μια βάση επενδυτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο που βασίζεται σε κλαδικούς τομείς, θα συμβούν τα εξής, όπως τονίζει: "Καμία ελληνική τράπεζα δεν κατατάσσεται στους 50 κορυφαίους πανευρωπαϊκούς χρηματοοικονομικούς τίτλους. Η ΔΕΗ είναι η 25η μεγαλύτερη μετοχή στον πανευρωπαϊκό δείκτη κοινής ωφέλειας, 25η από τις 26, και η Jumbo είναι 42η από τις 46 στον πανευρωπαϊκό δείκτη καταναλωτικών αγαθών. Αν κοιτάξουμε τη Metlen, η οποία εισήχθη στο Λονδίνο, η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών στη μετοχή της στο LSE και στον FTSE 100 είναι 5,1 εκατ. ευρώ, έναντι 9,8 εκατ. ευρώ στο Χ.Α. στο έτος πριν από την ημερομηνία εισαγωγής στις 4 Αυγούστου".
Όπως τονίζει η αμερικανική τράπεζα, όταν η Ελλάδα αναβαθμίστηκε σε ανεπτυγμένη αγορά το 2001, το ενδιαφέρον για την αγορά μειώθηκε απότομα, και υποθέτει ότι το ίδιο θα συμβεί ξανά. Αναφέρει μάλιστα πως οι αναλυτές της έλαβαν λιγότερες από πέντε ερωτήσεις συνολικά τον τελευταίο χρόνο σχετικά με τη Νορβηγία, την Ιρλανδία, την Αυστρία και την Πορτογαλία. Ορισμένοι επενδυτές σε αναδυόμενες αγορές είναι "Οverweight" στην Ελλάδα και θέλουν η αγορά να παραμείνει στις αναδυόμενες αγορές – δεν έχει ακόμη ακούσει ούτε έναν Ευρωπαίο επενδυτή ανεπτυγμένων αγορών που να θέλει να προσθέσει την Ελλάδα στο χαρτοφυλάκιό του όταν αναβαθμιστεί.
Κατά την JPM, η αναβάθμιση από τον MSCI θα έχει πιο σημαντικό αντίκτυπο από ό,τι του FTSE Russell. Όπως εξηγεί, τον Ιούνιο η MSCI ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα πληρούσε όλα τα κριτήρια για αναβάθμιση, εκτός από τον persistence rule για το μέγεθος και τη ρευστότητα (οι μετοχές δεν είναι αρκετά μεγάλες για αρκετό καιρό), αλλά θα συμβουλευτεί την άποψη των επενδυτών για την άρση αυτού του κανόνα. Ένα χρονοδιάγραμμα βάσει κανόνων θα ήταν: πρώτον, μια ανακοίνωση στην Ετήσια Επισκόπηση Ταξινόμησης Αγοράς του Ιουνίου 2026, η οποία θα ενεργοποιήσει μια διαδικασία διαβούλευσης ενός έτους, δεύτερον, η Ετήσια Επισκόπηση Ταξινόμησης Αγοράς του Ιουνίου 2027 που θα επιβεβαιώνει την αναβάθμιση και, τρίτον, η αναβάθμιση που θα πραγματοποιηθεί κατά την αναπροσαρμογή του δείκτη στα τέλη Μαΐου 2028. Ωστόσο η MSCI θα μπορούσε να επιταχύνει αυτό το χρονοδιάγραμμα, χρησιμοποιώντας τη "συνετή διακριτική ευχέρεια" που διατηρεί για την ίδια σε αυτές τις αποφάσεις. Γενικά, η MSCI αντιπροσωπεύει περίπου τα δύο τρίτα των παθητικών ροών (δηλαδή περίπου 2x FTSE) και τη συντριπτική πλειονότητα των ενεργών δεικτών αναφοράς. Συνεπώς, κατά την JPM, μια αναβάθμιση της MSCI θα έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο από του FTSE.