SocGen: Γιατί οι επιθέσεις Τραμπ στην Fed αποτελούν... φόβο και τρόμο για την ΕΚΤ - Πώς ξαφνικά μπορεί να ανατραπούν τα πάντα για πληθωρισμό-επιτόκια

Τετάρτη, 03-Σεπ-2025 12:00

Société Générale: Οι 30 εισηγμένες με ταμεία που ξεχειλίζουν από ρευστότητα

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Η ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής αντιμετωπίζει μια σημαντική πρόκληση, όχι μόνο στις ΗΠΑ, λόγω της λαϊκιστικής πολιτικής και των αυξανόμενων δημοσιονομικών πιέσεων, όπως σημειώνει η Societe Generale. Αυτό θα μπορούσε να ασκήσει ανοδική πίεση στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και να οδηγήσει σε πολιτική πίεση για αύξηση των στόχων για τον πληθωρισμό.

Φέτος έχουν προκύψει πολλά ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της Fed, της σημαντικότερης νομισματικής αρχής στον κόσμο, καθώς ο Τραμπ επέκρινε επανειλημμένα τον Τζερόμ Πάουελ, ενώ πριν μερικές μέρες ανακοίνωσε ότι "απολύει" ένα στέλεχός της, τη Λίζα Κουκ. Ανεξάρτητα του πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, το θέμα της ανεξαρτησίας της Fed και της αξιοπιστίας στον έλεγχο του πληθωρισμού, είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών θεωρείται σημαντικό "asset" και αν τεθεί σε κίνδυνο, θα "κοστίσει" στις αγορές.

Σύμφωνα με τον γαλλικό επενδυτικό οίκο, οι επιθέσεις του Τραμπ στην ανεξαρτησία της Fed δεν αποτελούν απλά πονοκέφαλο, αλλά πραγματικό φόβο στους Ευρωπαίους υπεύθυνους χάραξης νομισματικής πολιτικής. Αυτό που ξεκίνησε ως πεποίθηση ότι η ανεξαρτησία της Fed θα ήταν δύσκολο να αλλάξει, μετατρέπεται σε αξιολόγηση του πόσους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων μπορεί να αντικαταστήσει ο Τραμπ βραχυπρόθεσμα και του εάν ο στόχος πληθωρισμού της Fed θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο. 

"Για εμάς, εξακολουθούν να υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι οι ψηφοφόροι θα αντιδρούσαν αρνητικά σε υψηλότερες αποδόσεις ομολόγων και πληθωρισμό, και έτσι θα αναγκάσουν τον Τραμπ να υποχωρήσει", όπως σημειώνει η SocGen, Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να πάρει χρόνο και δεν είναι απίθανο ότι να δεχτούν πληθωρισμό γύρω στο 3-4% και υψηλές αποδόσεις, εφόσον η αγορά εργασίας παραμένει ισχυρή και αποφέρει κέρδη πραγματικού εισοδήματος, όπως προσθέτει. Εάν συμβεί αυτό, θα μπορούσε να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η Fed κάποια στιγμή να αυξήσει τον στόχο της για πληθωρισμό 2% στο 3% ή 4%. Παρεμπιπτόντως, αυτό θα υποστήριζε επίσης τη βιωσιμότητα του χρέους, εξηγεί η γαλλική τράπεζα.

Και η αύξηση του στόχου για τον πληθωρισμό δεν στερείται υποστήριξης από ακαδημαϊκούς, συμπεριλαμβανομένου του Ολίβιε Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ. Το 2022, ενώ υποστήριξε ότι ο σωστός στόχος για τις προηγμένες οικονομίες μπορεί να είναι κοντά στο 3%, με το σκεπτικό ότι θα δημιουργούσε περισσότερο χώρο για τις κεντρικές τράπεζες πριν φτάσουν στο κατώτερο όριο και θα διευκόλυνε τις σχετικές προσαρμογές των μισθών, προέβλεψε μια έντονη συζήτηση όταν ο πληθωρισμός υποχωρήσει στο 3% σχετικά με το αν αξίζει να μειωθεί στο 2%, εάν αυτό συμβεί με το κόστος μιας σημαντικής επιβράδυνσης της δραστηριότητας. Είναι σημαντικό ότι είπε: "Θα με εξέπληττε αν οι κεντρικές τράπεζες άλλαζαν επίσημα τον στόχο, αλλά μπορεί να αποφασίσουν να παραμείνουν υψηλότερα από αυτόν για κάποιο χρονικό διάστημα και ίσως, τελικά, να τον αναθεωρήσουν. Θα δούμε". Όπως και έγινε.

Οι κίνδυνοι δημοσιονομικής κυριαρχίας είναι σημαντικοί και στην Ευρώπη

Ενώ η άμεση απειλή για την ανεξαρτησία της Fed μπορεί να έχει μόνο έμμεσες επιπτώσεις στην Ευρώπη, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κυβέρνηση καθορίζει τον στόχο για τον πληθωρισμό, ενώ η Συνθήκη της ΕΕ δίνει στην ΕΚΤ μόνο την εντολή να επιτύχει σταθερότητα τιμών (ο στόχος του 2% τέθηκε από την ίδια την ΕΚΤ). Οι στόχοι του 2% θα μπορούσαν επομένως να αμφισβητηθούν, ειδικά υπό το πρίσμα των δημοσιονομικών προκλήσεων, όπως σημειώνει η Societe Generale.

Η Ευρώπη δεν έχει μόνο προβληματικές δημογραφικές προοπτικές, αυξάνοντας την ανάγκη για δημόσιες δαπάνες, αλλά υπάρχει και μεγαλύτερη ανάγκη για επενδύσεις σε μελλοντικές βιομηχανίες και στον στρατό από ό,τι στις ΗΠΑ. Επιπλέον, η ΕΚΤ έχει περισσότερα ομόλογα να ""επιστρέψει" στις αγορές ομολόγων λόγω της προηγούμενης ποσοτικής χαλάρωσης (περίπου 25% του ΑΕΠ έναντι περίπου 19% στις ΗΠΑ). Το ερώτημα είναι, επομένως, όπως τονίζει η SocGen, πόσο νέο χρέος μπορούν να απορροφήσουν οι αγορές ομολόγων τα επόμενα χρόνια και σε ποια τιμή/επιτόκια;

"Ας υποθέσουμε ότι οι μέσες μακροπρόθεσμες αποδόσεις των ομολόγων της ζώνης του ευρώ θα αυξάνονταν κατά 100 μονάδες βάσης από τα τρέχοντα επίπεδα (μια απόδοση 10ετούς ομολόγου περίπου 4% θα εξακολουθούσε να είναι πολύ χαμηλότερη από τον μέσο όρο της περιόδου 1999-2008)", επισημαίνει η γαλλική τράπεζα. 

Αυτό, όπως τονίζει, θα αύξανε τα μέσα ελλείμματα και το χρέος κατά περίπου 0,9% του ΑΕΠ, ή 140 δισ. ευρώ, ετησίως. 

Προσθέτοντας την πρόκληση της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών κατά περισσότερο από 1% του ΑΕΠ ετησίως και τις νέες δαπάνες για τη γήρανση του πληθυσμού και τις επενδύσεις, είναι απίθανο να επιτευχθεί βιώσιμα ένας στόχος ελλείμματος 3% χωρίς να καταφύγουμε σε αυξήσεις φόρων ή σημαντικές εξοικονομήσεις στις κοινωνικές δαπάνες, σημειώνει χαρακτηριστικά.

Η ΕΚΤ θα πρέπει επομένως να προετοιμαστεί για μια εποχή δομικά υψηλότερων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η οποία είναι πιθανό να ασκήσει πίεση σε αυτήν να διατηρήσει τα επιτόκια, συμπεριλαμβανομένων των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, όσο το δυνατόν χαμηλότερα. 

"Ενώ δεν αμφιβάλλουμε για την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να ορίσει ένα κατάλληλο επίπεδο βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητά της να συνεχίσει το QT (νομισματική σύσφιγξη)  τα επόμενα χρόνια", τονίζει η SocGen.