Capital Economics: Bearish για τις μετοχές της ευρωζώνης το 2025 – Τραμπ, Γαλλία και Γερμανία θολώνουν τις προοπτικές – Πόσο θα κρατήσει το πάρτι στην Wall Street

Δευτέρα, 23-Δεκ-2024 12:00

Capital Economics: Bearish για τις μετοχές της ευρωζώνης το 2025 – Τραμπ, Γαλλία και Γερμανία θολώνουν τις προοπτικές – Πόσο θα κρατήσει το πάρτι στην Wall Street

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Κατά την Capital Economics, το 2025 οι αντίθετοι άνεμοι στα χρηματιστήρια της ευρωζώνης θα… συνεχίσουν να πνέουν και μάλιστα πιο δυνατά. Ενώ οι μετοχές στη Γερμανία κατάφεραν να ξεπεράσουν την αδύναμη ανάπτυξη και την πολιτική αβεβαιότητα φέτος, αυτές στη Γαλλία δεν το έχουν καταφέρει. Ο οίκος θεωρεί πως οι επιδόσεις όλων των αγορών της περιοχής θα είναι εξαιρετικά άσχημες το επόμενο έτος, καθώς αυτές οι αντίξοες συνθήκες παραμένουν και ένας εμπορικός πόλεμος θα έχει σημαντικό αντίκτυπο.

Επίσης, την προηγούμενη εβδομάδα εμφανίστηκαν ακόμη περισσότερα σημάδια αδυναμίας για την οικονομία της ευρωζώνης. Οι PMI του Δεκεμβρίου βγήκαν λίγο καλύτεροι από το αναμενόμενο αλλά εξακολουθούν να δείχνουν συρρίκνωση της οικονομίας, με τον μεταποιητικό τομέα να παραμένει υπό έντονη πίεση. Αυτό ακολούθησε τα απογοητευτικά στοιχεία από την Κίνα. Τα στοιχεία δραστηριότητας και δαπανών για τον Νοέμβριο υποδηλώνουν ότι η οικονομία επιβραδύνθηκε τον περασμένο μήνα, παρά τους θετικού ανέμους από την πρόσφατη χαλάρωση της πολιτικής. Αυτά είναι άσχημα νέα για τον κόσμο γενικά και για την ευρωζώνη ειδικότερα, δεδομένης της έκθεσης της οικονομίας της στην Κίνα, τονίζει η Capital Economics.

Όλα αυτά έχουν ασκήσει πίεση στις χρηματοπιστωτικές αγορές της ευρωζώνης καθώς και στην ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο.  Και δεν είναι σαφές τι θα μπορούσε να καταφέρει να ανατρέψει την αδυναμία στην οικονομία της ευρωζώνης. Ελλείψει ισχυρού μετώπου στα δημοσιονομικά σε επίπεδο ΕΕ ή ευρωζώνης, υπάρχουν ελπίδες ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να παράσχει πιο ουσιαστική υποστήριξη. Ομολογουμένως, η ΕΚΤ αφαίρεσε την περιοριστική της στάση στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, όπως εξήγησε λεπτομερέστερα η πρόεδρος Λαγκάρντ. Ωστόσο, ήταν επίσης πολύ σαφής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ότι "όλοι πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους" και ότι η βελτίωση της εγχώριας ζήτησης και της ανάπτυξης δεν ήταν μέρος της κύριας εντολής της κεντρικής τράπεζας.

Στην πραγματικότητα, οι μεμονωμένες κυβερνήσεις είναι αναμφισβήτητα οι καταλληλότερες για να οδηγήσουν σε ανάκαμψη στην οικονομία. Αλλά οι περισσότερες φαίνονται είτε ανίκανες είτε απρόθυμες να το κάνουν, και ιδιαίτερα εκείνες στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες: τη Γερμανία και τη Γαλλία, όπως επισημαίνει ο οίκος.

Στη Γερμανία, η κυβέρνηση έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στο κοινοβούλιο και νέες εκλογές θα διεξαχθούν τον Φεβρουάριο. Ενώ η επόμενη κυβέρνηση θα είναι πιθανώς πιο σταθερή και λειτουργική από τον απερχόμενο συνασπισμό, θα αντιμετωπίσει τους ίδιους περιορισμούς και προκλήσεις.

Μια στάσιμη οικονομία, ένα χαμηλό επίπεδο δημόσιου χρέους, με υψηλές αποταμιεύσεις σε σχέση με τις εγχώριες επενδύσεις (που αντικατοπτρίζονται σε ένα μεγάλο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) όλα συνηγορούν υπέρ μιας χαλαρότερης δημοσιονομικής πολιτικής. Αλλά οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του κανόνα του  "φρένου χρέους" θα είναι αρκετά μέτρια, εκτιμά η Capital Economics και η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει αυστηρή.

Τούτου λεχθέντος, η προβληματική οικονομία δεν εμπόδισε τη χρηματιστηριακή αγορά να σημειώσει ισχυρά κέρδη φέτος. Οι μετοχές στη Γερμανία καταγράφουν αποδόσεις άνω του 20%, στο ίδιο επίπεδο με τις παγκόσμιες μετοχές.

Εντωμεταξύ, η Γαλλία "διόρισε" τον τέταρτο πρωθυπουργό της φέτος, με τον Μακρόν να αναθέτει στον Φρανσουά Μπαϊρού την εντολή να σχηματίσει μια κυβέρνηση ικανή να σπάσει την παράλυση στο κοινοβούλιο. Η τελευταία κυβέρνηση έπεσε όταν προσπάθησε να περάσει έναν προϋπολογισμό περικοπής του ελλείμματος για το επόμενο έτος και δεν είναι σαφές εάν η νέα κυβέρνηση θα είναι πιο επιτυχημένη.

Οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους έχουν αυξηθεί στη Γαλλία από τότε που ο Μακρόν προκήρυξε πρόωρες εκλογές τον Ιούνιο και μετά την είδηση ότι το έλλειμμα για φέτος θα είναι πολύ υψηλότερο από ό,τι αρχικά αναμενόταν.

Όλα αυτά άσκησαν πίεση στα γαλλικά κρατικά ομόλογα και οδήγησαν τον Moody's να υποβαθμίσει την αξιολόγηση του γαλλικού κρατικού χρέους. Και, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η πολιτική και δημοσιονομική αβεβαιότητα έχει προκαλέσει μεγάλο αντίκτυπο στο γαλλικό χρηματιστήριο. Οι γαλλικές μετοχές έχουν γενικά υποαποδώσει φέτος, με κέρδη  μόλις 3% από την αρχή του έτους.

"Είμαστε αρκετά απαισιόδοξοι για τις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές προοπτικές της ευρωζώνης. Αναμένουμε από την ΕΚΤ να προσφέρει περισσότερη χαλάρωση από ό,τι έχει προεξοφληθεί στις αγορές, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή πιστεύουμε ότι η οικονομία της ευρωζώνης θα έχει χαμηλότερη απόδοση από ό,τι εκτιμά η αγορά και τις προβλέψεις της ΕΚΤ. Και ακόμη και αν η επόμενη κυβέρνηση της Γαλλίας καταφέρει να εγκρίνει έναν προϋπολογισμό, πιθανότατα θα είναι πολύ αδύναμη και ανίκανη να οδηγήσει σε βιώσιμη ανάκαμψη του κλίματος", τονίζει ο οίκος.

Επιπλέον, προσθέτει πως η άποψή της ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα ακολουθήσει τις απειλές του να επιβάλει καθολικούς δασμούς και αυτός σημαίνει ότι οι μετοχές στην ευρωζώνη – και γενικά στις περισσότερες χώρες εκτός των ΗΠΑ– θα έχουν πολύ άσχημη επίδοση το επόμενο έτος. Ειδικότερα, αμφιβάλλει ότι οι γερμανικές μετοχές θα συνεχίσουν να σημειώνουν ισχυρά κέρδη. Εξάλλου, ήταν από αυτές που επλήγησαν το περισσότερο διεθνώς 2018, όταν ο Τραμπ ξεκίνησε έναν εμπορικό πόλεμο κατά την πρώτη του θητεία.

Τελείωσε το πάρτι για τις αμερικανικές μετοχές;

Η Capital Economics εμμένει στην πρόβλεψή της ότι ο S&P 500 θα τελειώσει το επόμενο έτος στις 7.000, παρά την αναταραχή που προκάλεσε η τελευταία συνεδρίαση της Fed την προηγούμενη εβδομάδα και παρά το γεγονός ότι θεωρεί πως η πολιτική της Fed θα είναι λίγο λιγότερο διευκολυντική από ό,τι είχε προβλέψει προηγουμένως.

Το πρόσφατο sell-off του S&P 500 φαίνεται να οφείλεται στο ισχυρό sell-off της αγορά ομολόγων και αυτό είναι λογικό. Όπως επισημαίνει ο οίκος, οποιαδήποτε άνοδος της συνιστώσας "χωρίς ρίσκο" (risk free) της απόδοσης κερδών του S&P 500 – το αντίστροφο του δείκτη P/E – θα επιβαρύνει τον δείκτη.

Ωστόσο, η άποψη της Capital Economics είναι ότι η απόδοση των 10ετών ομολόγων των ΗΠΑ– η οποία χρησιμοποιείται συνήθως ως υποκατάστατο αυτού του risk free στοιχείου, επειδή οι μετοχές είναι "πραγματικά" περιουσιακά στοιχεία – δεν θα τελειώσει το επόμενο έτος υψηλότερα από ό,τι είναι τώρα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό επειδή αναμένει ότι η μελλοντική πορεία του επιτοκίου πολιτικής της Fed θα είναι παρόμοια με αυτή που προεξοφλείται στις αγορές.

Επιπλέον, όπως τονίζει, οι προοπτικές του S&P 500 δεν εξαρτώνται μόνο από το τι συμβαίνει με το risk free στοιχείο της απόδοσης των κερδών του.

Πράγματι, η σχέση μεταξύ του S&P 500 και της μελλοντικής απόδοσης των κερδών, για παράδειγμα, έχει καταρρεύσει από τα τέλη του περασμένου έτους, αφού προηγουμένως ήταν πολύ "σφιχτή" το 2022 και κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2023. Αυτό συνέβη για δύο λόγους.

Πρώτον, τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) του S&P 500 αυξήθηκαν ραγδαία, οδηγώντας τον δείκτη σε άνοδο, ανεξάρτητα από το τι συνέβη με την απόδοση των κερδών. Και δεύτερον, το άλλο στοιχείο αυτής της απόδοσης – το ασφάλιστρο μετοχικού κινδύνου ή το risk premium – έχει μειωθεί απότομα.  Και παράλληλα παραμένει πολύ πάνω από το κατώτατο σημείο που έφτασε πριν σκάσει η φούσκα του dotcom, το οποίο ήταν το τέλος της τελευταίας περιόδου κατά την οποία είδαμε το χρηματιστήριο των ΗΠΑ να εκτοξεύεται στα ύψη εν μέσω ενθουσιασμού για την τεχνολογία.