Νέοι κίνδυνοι για τις αγορές εν όψει των αμερικανικών εκλογών

Τετάρτη, 23-Οκτ-2024 20:04

123rf - 209554347

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Μάχη στήθος με στήθος ανάμεσα στην Κάμαλα Χάρις και τον Ντόναλντ Τραμπ δείχνουν οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ, σχεδόν τρεις εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές, και αυτό οδηγεί ορισμένους επενδυτές να προετοιμαστούν για ένα ασαφές ή αμφισβητούμενο εκλογικό αποτέλεσμα, που θα μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω στις αγορές.

Δεδομένων των προσπαθειών του Τραμπ να ανατρέψει την ήττα του από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν το 2020, οι επενδυτές αναμένουν ότι οποιοδήποτε "στενό" αποτέλεσμα μπορεί να αμφισβητηθεί και φέτος. Η ισορροπία δυνάμεων στο Κογκρέσο διακυβεύεται επίσης, με μια σειρά από δυνητικά στενές διαμάχες που θα μπορούσαν να αυξήσουν την αβεβαιότητα.

"Μάχη μέχρις εσχάτων θα χρειαστεί να δώσουν οι δύο υποψήφιοι και είναι λογικό ότι η πιθανότητα να υπάρξει κάποιου είδους διαφωνία είναι υψηλή", σημειώνει ο Walter Todd, επικεφαλής επενδύσεων στην Greenwood Capital. Όπως δήλωσε στο Reuters, αναμένει ότι οι μετοχές θα πραγματοποιήσουν sell-off εάν το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο για πολλές ημέρες. "Στις αγορές δεν αρέσει η αβεβαιότητα και σίγουρα δεν θα τους αρέσει εάν δεν ξέρουμε ποιος είναι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών μία ή δύο μέρες μετά τις εκλογές", όπως τόνισε.

Προς το παρόν η πολιτική αβεβαιότητα φαίνεται να μειώνει ελάχιστα τον ενθουσιασμό για τις μετοχές, καθώς η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ βοήθησε τον S&P 500 να καταγράψει νέα ιστορικά υψηλά, με τον δείκτη να έχει σημειώσει άνοδο άνω του 20% μέχρι στιγμής φέτος και να βρίσκεται σε καλό δρόμο για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά διψήφιων κερδών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εκλογές δεν είναι στο ραντάρ των επενδυτών. Ο δείκτης μεταβλητότητας VIX, ο οποίος μετρά τη ζήτηση επιλογών για προστασία από διακυμάνσεις μετοχών εντός περιόδου 30 ημερών, έχει αυξηθεί περίπου 6 μονάδες από τα χαμηλά του Σεπτεμβρίου και τώρα βρίσκεται στο 20,9 – ένα επίπεδο που συνήθως σχετίζεται με υψηλές προσδοκίες για αναταράξεις της αγοράς. Μέρος της ανόδου του VIX αποδίδεται στις επικείμενες εκλογές, λένε οι επενδυτές.

Οι αγορές δικαιωμάτων προαίρεσης (options) αντανακλούν επίσης αυξημένες ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο ενός σοκ στις αγορές. Ο δείκτης Nations TailDex, μια μέτρηση αυτού του κινδύνου, πρόσφατα έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο ενός μήνα.

Ο Michael Purves, διευθύνων σύμβουλος της Tallbacken Capital Advisors, πιστεύει ότι οι επενδυτές είναι πολύ συγκεντρωμένοι στις ημέρες πριν και αμέσως μετά τις εκλογές, καθώς ένα αμφισβητούμενο αποτέλεσμα θα μπορούσε να προκαλέσει ισχυρές αναταράξεις στις αγορές τις εβδομάδες μετά τις 5 Νοεμβρίου. "Πραγματικά δεν έχει να κάνει τόσο με το αποτέλεσμα, όσο με τον πιθανό κίνδυνο το επόμενο πρωί οι εκλογές να μη θεωρηθούν έγκυρες από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού", είπε. "Αυτό για μένα είναι ένας πραγματικός κίνδυνος, μια δικαστική έκβαση, όπου οι μετοχές θα καταγράψουν sell-off", όπως επισημαίνει.

Τα πρόσφατα προηγούμενα αμφισβητούμενων εκλογών 

Οι αγορές ήταν σε μεγάλο βαθμό ατάραχες από την προσπάθεια του Τραμπ να ανατρέψει τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020. Οι αμερικανικές μετοχές έκαναν ράλι τις υπόλοιπες ημέρες διαπραγμάτευσης της εβδομάδας μετά την ημέρα των εκλογών, παρόλο που ο Μπάιντεν δεν ανακηρύχθηκε επίσημα νικητής μέχρι εκείνο το Σαββατοκύριακο.

Αλλά οι επενδυτές μπορεί να είναι λιγότερο αισιόδοξοι αυτή τη φορά, ειδικά εάν η αμφισβήτηση ενός ενδεχομένως κοντινού αποτελέσματος από οποιοδήποτε κόμμα κερδίσει έδαφος από νομοθέτες και αξιωματούχους σε πολιτείες swing.

Ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του εδώ και μήνες διαμηνύουν ότι θα αμφισβητήσουν μια ήττα, ισχυριζόμενοι επανειλημμένα ότι ανησυχούν πως θα ψηφίσει μεγάλος αριθμός μη Αμερικανών πολιτών, αν και ανεξάρτητες και κρατικές μελέτες δείχνουν ότι αυτή η πρακτική είναι εξαιρετικά σπάνια.

Οι μετοχές σημείωσαν απότομη πτώση στα τέλη του 2000, όταν η κούρσα μεταξύ του Τζορτζ Μπους και του Αλ Γκορ δεν είχε κριθεί για πάνω από έναν μήνα μετά το ζήτημα που τέθηκε από την εκστρατεία του Γκορ με βάση αμφισβητούμενα αποτελέσματα στη Φλόριντα, το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αμφισβητούμενων εκλογών στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ. Για εβδομάδες, δικηγόροι, αξιωματούχοι και διαδηλωτές ενεπλάκησαν σε μια διαδικασία αντιπαραθέσεων, καταμετρήσεων και επανακαταμετρήσεων.

Από την ημέρα των εκλογών του 2000 μέχρι την υποχώρηση του Γκορ πέντε εβδομάδες μετά, στα μέσα του Δεκεμβρίου, ο S&P 500 υποχώρησε 5%, ενώ συνολικά τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο εκείνου του έτους ο δείκτης υποχώρησε κατά 7,6%.

Μια τέτοια αστάθεια θα μπορούσε να θολώσει τις προοπτικές για αυτό που τείνει να είναι μια ισχυρή περίοδος για τις μετοχές κατά τα προεκλογικά έτη. Ο S&P 500 έχει κερδίσει κατά μέσο όρο 3,3% τους τελευταίους δύο μήνες των προεδρικών εκλογών από το 1952, σημειώνοντας άνοδο στο 78% των περιπτώσεων, όπως αναφέρει το Reuters.

Ανακούφιση στις αγορές όταν φύγει η αβεβαιότητα

Σύμφωνα, πάντως, με την JPMorgan Asset Management, όποια αστάθεια και αν προκαλούν οι δυνητικά αμφισβητούμενες εκλογές, πιθανότατα θα μετριαστεί μόλις υποχωρήσει η αβεβαιότητα. "Οι εκλογές δημιουργούν αβεβαιότητα, αλλά τα αποτελέσματα των εκλογών τελικά τη μειώνουν και την εξαφανίζουν. Στο τέλος της ημέρας καταλήγουμε με μια μετεκλογική άνοδο ή σε ένα ράλι ακριβώς επειδή η αβεβαιότητα έχει φύγει", όπως επισημαίνει.

Κατά τη UBS Wealth Management, η οποία πάντως παραμένει σε γενικές γραμμές θετική για τις μετοχές, οι επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν επενδυτικά καταφύγια, όπως τις μετοχές κοινής ωφελείας και τον χρυσό, για να προστατέψουν τα χαρτοφυλάκια έναντι ενός "σφιχτού" ή αμφισβητούμενου αποτελέσματος στις κάλπες.

Σε ό,τι αφορά τις ευρωπαϊκές μετοχές ειδικότερα, πάντως, η άποψη της UBS είναι πως, έπειτα και από το σημαντικό ράλι που έχουν καταγράψει, τα περιθώρια για ισχυρή περαιτέρω άνοδο είναι ούτως ή άλλως περιορισμένα, ανεξάρτητα από τις εκλογές των ΗΠΑ. Οπότε θεωρεί πως ο αντίκτυπος των εκλογών θα είναι σε επίπεδο κλάδων, παρά στο σύνολο της αγοράς.

Μια κυβέρνηση Χάρις θα είναι σε μεγάλο βαθμό συνέχεια του status quo, ευνοώντας πρωτοβουλίες για την κλιματική αλλαγή, οι οποίες θα είναι χρήσιμες για τις εταιρείες-ηγέτες της πράσινης τεχνολογίας της Ευρώπης στους τομείς της βιομηχανίας, των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και της αυτοκινητοβιομηχανία ς. Αλλαγές φόρων από τη Χάρις θα είναι επωφελείς για τους καταναλωτές χαμηλότερων εισοδημάτων, ευνοώντας τις ευρωπαϊκές εταιρείες που είναι πιο εκτεθειμένες σε αυτό το τμήμα.

Σε μια κυβέρνηση Τραμπ, η εστίαση θα είναι στους εμπορικούς δασμούς, στο πιο χαλαρό ρυθμιστικό περιβάλλον, στην ώθηση για χαμηλότερους φόρους, τη μερική ανάκληση συγκεκριμένων κινήτρων του IRA (νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού) και την πίεση στην Ε.Ε. να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες. Οι κλάδοι της ενέργειας και των τραπεζών θα επωφεληθούν από ένα πιο χαλαρό ρυθμιστικό περιβάλλον, ειδικά οι μετοχές εταιρειών και τραπεζών με υψηλή έκθεση στις ΗΠΑ. Ωστόσο οι ευρωπαϊκές τράπεζες με περισσότερο εγχώριο προσανατολισμό θα μπορούσαν να χάσουν περαιτέρω ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τις αντίστοιχες των ΗΠΑ. Οι χαμηλότεροι φόροι στις ΗΠΑ για καταναλωτές υψηλότερων εισοδημάτων θα μπορούσαν να είναι υποστηρικτικοί για τις ευρωπαϊκές εταιρείες ειδών πολυτελείας, ενώ οι επιχειρήσεις που επωφελούνται από υψηλότερες ευρωπαϊκές στρατιωτικές δαπάνες θα έχουν επίσης σχετικά καλή πορεία.

Εάν μια προεδρία Τραμπ καταφέρει να αποδυναμώσει ορισμένες πτυχές του IRA και άλλων πρωτοβουλιών βιωσιμότητας και πράσινης ενέργειας, αυτό μπορεί να επηρεάσει τις βιομηχανίες και τις εταιρείες κοινής ωφελείας της Ευρώπης, καθώς και τους Ευρωπαίους κατασκευαστές ηλεκτρικών οχημάτων, ενώ οι υψηλότεροι εμπορικοί δασμοί θα ήταν επίσης αρνητικοί για τις μετοχές εταιρειών με άμεση έκθεση σε εξαγωγές στις ΗΠΑ, όπως κατασκευαστές αυτοκινήτων.

Citi: Πώς πρέπει να τοποθετηθούν οι επενδυτές 

"Ενώ οι πλατφόρμες πολιτικής έχουν γίνει πιο σαφείς, οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να δείχνουν μια κούρσα 50-50 μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και της Κάμαλα Χάρις. Πώς πρέπει, λοιπόν, να τοποθετηθούν οι Ευρωπαίοι επενδυτές εν όψει της 5ης Νοεμβρίου;", σημειώνει η Citi. 

Όπως επισημαίνει, η μεταβλητότητα συνήθως αυξάνεται καθώς οδεύουμε στις αμερικανικές εκλογές και εξασθενεί μετά. Αυτό συνεπάγεται την προσθήκη επιλεγμένης αμυντικής έκθεσης στις εκλογές και την εναλλαγή σε κυκλικές τοποθετήσεις στη συνέχεια.

Μεσοπρόθεσμα, η μετάβαση της πολιτικής έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Οι πολιτικές και των δύο υποψηφίων οδηγούν σε δημοσιονομική επέκταση, αλλά οι εταιρικοί φόροι αντιπροσωπεύουν μια βασική διαφορά: Ενώ ο Τραμπ μπορεί να μειώσει τους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές, η Χάρις θα τους αυξήσει. Οι υψηλότεροι δασμοί και οι χαμηλότεροι φόροι υπό τον Τραμπ ευνοούν τις αμερικανικές μετοχές έναντι των ευρωπαϊκών. Οι πολιτικές της Χάρις θα μπορούσαν να είναι πιο αρνητικές για τις αμερικανικές από ό,τι για τις ευρωπαϊκές μετοχές. Άλλα θέματα που μπαίνουν επίσης στο ραντάρ των αγορών περιλαμβάνουν τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, απόψεις για το ΝΑΤΟ/Ουκρανία και τη βιομηχανική πολιτική των ΗΠΑ.

Οι στρατηγικοί αναλυτές της Citi πιστεύουν ότι ο Τραμπ θα είναι bullish για το δολάριο, ενώ η Χάρις θα είναι ουδέτερη/αρνητική για το αμερικανικό νόμισμα, ευνοώντας συνεπώς το ευρώ. Επίσης, οι πολιτικές του Τραμπ είναι πιθανότατα bearish για το πετρέλαιο, ενώ σε ό,τι αφορά τα ομόλογα ο Τραμπ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο απότομη καμπύλη και υψηλότερες αποδόσεις στα 10ετή των ΗΠΑ, ενώ η Χάρις θα είναι πιο ουδέτερη για την αγορά. 

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Citi σημειώνει ότι μια νίκη Τραμπ πιθανότατα θα ευνοούσε τις μετοχές των ΗΠΑ έναντι των υπολοίπων, ειδικά εν μέσω προσδοκιών για ισχυρότερο δολάριο και υψηλότερης αβεβαιότητας στην εμπορική πολιτική. Αντίθετα, μια νίκη της Χάρις θα ευνοούσε τις μετοχές εκτός ΗΠΑ και κυρίως τις ευρωπαϊκές.

Πάντως, κατά την αμερικανική τράπεζα, οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ είναι μόνο ένας από τους πολλούς μακροοικονομικούς παράγοντες που θα καθορίσουν την απόδοση της αγοράς μετοχών τούς επόμενους μήνες. Οι μετοχές θα είναι αντιμέτωπες με ένα ιδιαίτερα δυναμικό μακροοικονομικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των μειώσεων των επιτοκίων της Fed, των ελπίδων ήπιας προσγείωσης και της χαλάρωσης της πολιτικής στην Κίνα. Την ίδια στιγμή, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι.

Capital Economics: Το σενάριο του "Tραμπ 2" και ο αντίκτυπος

Ενώ η πρώτη θητεία του Τραμπ ήταν γενικά καλή για τις αγορές μετοχών, ειδικά στις ΗΠΑ, είναι όλο και πιο ασαφές εάν αυτό θα συμβεί τη δεύτερη φορά, σημειώνει η Capital Economics σε ανάλυσή της για τον αντίκτυπο μιας δεύτερης θητείας Τραμπ. 

Ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι αμερικανικές μετοχές τα πήγαν καλά τότε ήταν η μείωση του εταιρικού φόρου που ψηφίστηκε το 2017, σε συνδυασμό με την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη (μέχρι το 2020). Περαιτέρω σημαντικές φορολογικές περικοπές είναι απίθανες, κατά την άποψή της, και η οικονομία επιβραδύνθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2024. Αναμένει ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει κάτω από το δυναμικό μέχρι το 2025, αν και οι προβλέψεις της δείχνουν μια "ήπια προσγείωση". Ένας άλλος θετικός παράγοντας που αναφέρεται συχνά είναι η προοπτική μεγαλύτερης ρυθμιστικής χαλάρωσης – αλλά ο άμεσος αντίκτυπός της στις τιμές των μετοχών είναι γενικά δύσκολο να τεκμηριωθεί.

Οι αγορές μετοχών των ΗΠΑ αυξήθηκαν το 2016-2020, εν μέρει επειδή αυξήθηκαν οι δείκτες P/E – ένα φαινόμενο που οφείλεται κυρίως στην άνοδο των εταιρειών "μεγάλης τεχνολογίας". Αυτή η τάση συνεχίστηκε. Σε αυτό το στάδιο, η Capital Economics εκτιμά ότι τα χρηματιστήρια των ΗΠΑ δείχνουν πολλά σημάδια σχηματισμού φούσκας γύρω από τον ενθουσιασμό της "AI". 
Ενώ ο Τραμπ προφανώς θα προτιμούσε το Αμερικανικό Χρηματιστήριο να καταγράψει ράλι εάν αυτός νικήσει, όπως συνέβη στο μεγαλύτερο μέρος του 2024, η πολιτική αναμφισβήτητα αποτελεί μία από τις βασικές απειλές για τις προοπτικές των μετοχών, μέσω τριών πιθανών καναλιών, τονίζει η Capital Economics.

Πρώτον, οι προτεινόμενοι δασμοί και οι περιορισμοί στη μετανάστευση του Τραμπ, εάν εφαρμοστούν πλήρως, πιθανότατα θα οδηγούσαν σε ασθενέστερη ανάπτυξη και υψηλότερο πληθωρισμό – σχεδόν ένα εποικοδομητικό σκηνικό για τις μετοχές. 

Δεύτερον, στον βαθμό που ο Τραμπ (και οι Ρεπουμπλικάνοι του Κογκρέσου) μεταφράσουν την αρνητική τους άποψη για τις εταιρείες μεγάλης τεχνολογίας σε αντιμονοπωλιακή δράση ή περιορισμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αυτό θα μπορούσε επίσης να γίνει ένας σημαντικός αντίθετος άνεμος για τις μετοχές της μεγάλης τεχνολογίας. Παρόλο που η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα στη μεγάλη τεχνολογία στο μέτωπο της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, είναι τουλάχιστον κατανοητό ότι η Χάρις θα έπαιρνε μια πιο αυστηρή στάση.

Και, τρίτον, μια κλιμάκωση του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας θα μπορούσε να αρχίσει να έχει πιο σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο Χρηματιστήριο των ΗΠΑ από ό,τι συνέβαινε μέχρι τώρα. Το αυξανόμενο βάρος των εταιρειών τεχνολογίας στο Χρηματιστήριο των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την εξάρτηση του κόσμου από την Ταϊβάν για την παραγωγή τεχνολογίας αιχμής, είναι ξεκάθαρα ένα βασικό δυνητικό πρόβλημα. Αυτός ο κίνδυνος θα μπορούσε να υλοποιηθεί είτε υπό την προεδρία Τραμπ είτε της Χάρις, αλλά είναι ίσως κάπως πιο πιθανό υπό την πρώτη, δεδομένης της πιο μαχητικής του στάσης στην εμπορική πολιτική, τονίζει ο οίκος.