Capital Economics: O πραγματικός κίνδυνος για οικονομία και αγορές από την κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή

Πέμπτη, 03-Οκτ-2024 15:40

Capital Economics: O πραγματικός κίνδυνος για οικονομία και αγορές από την κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Ενώ η κλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν είναι ανησυχητική, η άποψη της Capital Economics παραμένει ότι θα χρειαζόταν σημαντική περαιτέρω διεύρυνση του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής διακοπής των αλυσίδων εφοδιασμού ενέργειας, για να υπάρξει ουσιαστική διαφορά στις προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Ο συνολικός αντίκτυπος της συνεχιζόμενης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή που ξεκίνησε πριν από σχεδόν ένα χρόνο ήταν περιορισμένος, σημειώνει ο οίκος. Ενώ οι εντάσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ είχαν κλιμακωθεί τις τελευταίες εβδομάδες, είχαν ελάχιστη προφανή επίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές μέχρι αυτή την εβδομάδα. Η είδηση ότι το Ιράν επρόκειτο να εξαπολύσει ένα ακόμη πυραυλικό μπαράζ εναντίον του Ισραήλ ως απάντηση στη δολοφονία του ηγέτη της Χεζμπολάχ πυροδότησε sell-off στους διεθνείς δείκτες μετοχών, ενώ ασφαλή επενδυτικά καταφύγια όπως το δολάριο, το ελβετικό φράγκο και ο χρυσός έκαναν ράλι. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο μεγαλύτερος αντίκτυπος έγινε αισθητός στην αγορά πετρελαίου, με το αργό Brent να σημειώνει ράλι.

Ακόμα κι έτσι, αυτό κατηγοριοποιείται καλύτερα ως αναταραχή παρά ως ένα σημαντικό γεγονός risk-off, εκτιμά η Capital Economics. Ο δείκτης - βαρόμετρο των διεθνών αγορών, ο S&P 500 ανέκαμψε λίγο χθες και παραμένει σε απόσταση αναπνοής από το πρόσφατο υψηλό όλων των εποχών, ενώ οι τιμές του πετρελαίου δεν είναι υψηλότερες από ό,τι πριν από μια εβδομάδα. Στα περίπου 74 δολάρια το βαρέλι, η τιμή του αργού πετρελαίου Brent είναι κοντά στο χαμηλότερο άκρο του εύρους μετά το 2022, παρατηρεί ο οίκος.

Ομολογουμένως, οι αγορές δικαιωμάτων προαίρεσης (options) διαμηνύουν στους επενδυτές να παραμείνουν επιφυλακτικοί: η αστάθεια τόσο στις αγορές μετοχών όσο και στις αγορές πετρελαίου έχει αυξηθεί και είναι τώρα αρκετά υψηλότερη από ό,τι ήταν για το μεγαλύτερο μέρος του έτους, τονίζει η Capital Economics. Αλλά αυτό μάλλον αντανακλά την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την υγεία της οικονομίας των ΗΠΑ τους τελευταίους δύο μήνες περισσότερο από τις ειδήσεις γύρω από τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.

Το βασικό κανάλι μέσω του οποίου η σύγκρουση θα μπορούσε να επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία είναι μέσω των αλυσίδων εφοδιασμού ενέργειας, τονίζει ο οίκος. Έτσι, ακόμα κι αν το Ισραήλ αντεπιτεθεί στο Ιράν και υπάρξουν περαιτέρω επιθέσεις, αυτό είναι απίθανο να έχει διαρκή αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές αγορές εκτός εάν συνεπάγεται ζημιά στην παραγωγή πετρελαίου του Ιράν ή συγκεκριμένα μέτρα για την παρεμπόδιση της διαμετακόμισης πετρελαίου μέσω του Στενά του Ορμούζ (μέσω του οποίου διοχετεύεται μεγάλο μέρος των εξαγωγών ενέργειας από άλλα κράτη του Κόλπου).

Το ευρύτερο οικονομικό σκηνικό έχει αλλάξει ουσιαστικά από τότε που ξεκίνησε η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή τον Οκτώβριο του 2023, όπως επισημαίνει η Capital Economics. Τότε, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες εξακολουθούσαν να αυστηροποιούν την πολιτική τους εν μέσω του αυξημένου και επίμονου πληθωρισμού και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξάνονταν, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ να πλησιάζει το 5%. Ο κίνδυνος μιας νέας άνοδο της τιμής της ενέργειας τόσο σύντομα μετά το σοκ που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 ήταν μεγάλος.

Σήμερα ωστόσο, η Fed και οι περισσότερες άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν στραφεί προς τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων έχουν υποχωρήσει απότομα καθώς ο πληθωρισμός έχει αμβλυνθεί και η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε.

Αυτή η μετατόπιση της έμφασης μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής από τον πληθωρισμό στην ανάπτυξη, σημαίνει ότι μια άνοδος των τιμών της ενέργειας θα ήταν λιγότερο πιθανό να οδηγήσει σε μια εκ νέου αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής τώρα.

Επιπλέον, ένας βασικός εμπειρικός κανόνας είναι ότι μια αύξηση 5% στις τιμές του πετρελαίου προκαλεί αύξηση του πληθωρισμού κατά 0,1% στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Επομένως, πιθανότατα θα χρειαζόταν μια μεγάλη και διαρκής αύξηση των τιμών του πετρελαίου για να οδηγήσει σε επανεξέταση της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών.

Μια άλλη βασική αλλαγή από πέρυσι είναι η προσέγγιση του ΟΠΕΚ+ στη διαχείριση της αγοράς πετρελαίου, τονίζει η Capital Economics. Ενώ το καρτέλ προσπάθησε να στηρίξει τις τιμές του πετρελαίου περιορίζοντας την παραγωγή τον τελευταίο ενάμιση χρόνο – με περιορισμένη επιτυχία – φαίνεται τώρα ότι η Σαουδική Αραβία στρέφεται προς μια πολιτική αύξησης της παραγωγής προκειμένου να ανακτήσει μερίδιο αγοράς.

Αυτό θα ασκήσει καθοδική πίεση στις τιμές του πετρελαίου (γι' αυτό και το βασικό σενάριο του οίκου είναι ότι το Brent θα πέσει στα 70 δολάρια το βαρέλι μέχρι το τέλος του επόμενου έτους). Εναλλακτικά, η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ΟΠΕΚ θα ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει την παραγωγή του Ιράν (περίπου το 4% της παγκόσμιας παραγωγής) σε περίπτωση που διαταραχθεί.

Το συμπέρασμα είναι ότι ενώ οι κίνδυνοι έχουν σαφώς αυξηθεί τις τελευταίες ημέρες, οι επενδυτές πιθανώς δικαιολογούνται να μην δώσουν ιδιαίτερη σημασία στην τελευταία κλιμάκωση, όπως εκτιμά η Capital Economics.