Στο ραντάρ της S&P η πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους και η πλήρης αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Εθνική

Πέμπτη, 18-Ιουλ-2024 12:00

38458031

της Ελευθερίας Κούρταλη

Τη θετική του άποψη για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών επαναλαμβάνει ο οίκος αξιολόγησης S&P στο πλαίσιο της έκθεσης για τις προοπτικές των δανειστών διεθνώς στο β’ εξάμηνο του 2024. 

Όπως επισημαίνει, οι προοπτικές για τις τράπεζες διεθνώς παραμένουν σταθερές με την ανθεκτικότητα αυτή να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ισχυρή κεφαλαιοποίηση, τη βελτιωμένη κερδοφορία και τη σταθερή ποιότητα του ενεργητικού.

Πάντως, η αργή οικονομική ανάπτυξη που αναμένεται το δεύτερο εξάμηνο του έτους - ενώ τα επιτόκια παραμένουν υψηλά - παρουσιάζει αντίθετους ανέμους για τις δραστηριότητας, την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων και τις συνθήκες χρηματοδότησης του κλάδου, όπως προσθέτει στο πλαίσιο της έκθεσής της για τις προοπτικές των τραπεζών διεθνώς στο β’ εξάμηνο του 2024.

Επιπλέον, οι εκλογές (περισσότερες από 70 σε περίπου 40 χώρες το 2024) και οι πόλεμοι Ρωσίας-Ουκρανίας και Ισραήλ-Χαμάς επιφέρουν κινδύνους μετάδοσης, συμπεριλαμβανομένης της μεταβλητότητας των αγορών.

Στα θετικά, τα κέρδη των περισσότερων τραπεζών συνεχίζουν να επωφελούνται από τα υψηλά επιτόκια και τις περιορισμένες πιστωτικές ζημίες. Επίσης, αγορές εμπορικών ακινήτων (CRE) υφίστανται σημαντική επιβράδυνση σε ορισμένες χώρες, ειδικά στις ΗΠΑ, την Κίνα και μερικές ευρωπαϊκές χώρες και ενώ οι σχετικές πιστωτικές απώλειες αυξάνονται, θα είναι διαχειρίσιμες για τις περισσότερες τράπεζες.

Η οικονομική ανάκαμψη βρίσκεται σε εξέλιξη σε ορισμένες περιοχές - κυρίως στην Ευρώπη - αν και αργά. Οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης γενικά παραμένουν υποτονικές σε σύγκριση με τα προ COVID 19 επίπεδα και διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των μεγάλων οικονομιών. Αυτό, κατά την S&P, θα συμβάλει σε διαφορετικό αντίκτυπο μεταξύ των τραπεζικών κλάδων.

Σε αυτό το πλαίσιο οι ελληνικές τράπεζες ξεχωρίζουν καθώς είναι από τους λίγους κλάδους διεθνώς που ο οίκος δίνει θετικές προοπτικές, γεγονός που σημαίνει περαιτέρω αναβάθμιση σε διάστημα 12-18 μηνών έπειτα αυτήν στην οποία προχώρησε ο οίκος στις αρχές του μήνα. Ειδικότερα το 75% των τραπεζών που καλύπτει η S&P διεθνώς έχουν σταθερές προοπτικές με το υπόλοιπο ποσοστό να είναι μοιρασμένο μεταξύ θετικών και αρνητικών προοπτικών. Στο ραντάρ της, όπως επισημαίνει, είναι η πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους καθώς και η πλήρης αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Εθνική Τράπεζα.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, η S&P αναφέρει ότι οι οικονομικοί κίνδυνοι μειώθηκαν περαιτέρω στηρίζοντας τις θετικές του προοπτικές. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να εγκρίνει την επανέναρξη των πληρωμών μερισμάτων από τις ελληνικές τράπεζες, μετά από 16 χρόνια, είναι άλλο ένα σημάδι του αποτελεσματικού μετασχηματισμού του ισολογισμού τους τα τελευταία χρόνια. ‘Όπως εκτιμά, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) για το σύνολο το κλάδου θα μειωθεί περαιτέρω το 2024 και το 2025, ενώ οι κίνδυνοι χρηματοδότησης έχουν μειωθεί καθώς οι τράπεζες αποπλήρωσαν ομαλά το μεγαλύτερο μέρος των δανείων τους στο πλαίσιο στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης.

Πιο αναλυτικά, και σε ό,τι αφορά τους παράγοντες που στηρίζουν την αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών, η S&P επισημαίνει πως ο κλάδος συνεχίζει να μειώνει τα NPEs, χάρη στο έντονο ενδιαφέρον από τους ξένους φορείς εξυπηρέτησης επισφαλών χρεών. Αυτή η τάση, παράλληλα με τον νέο δανεισμό σε πιο υγιείς επιχειρήσεις, οδηγεί τον οίκο στο να προβλέψει ότι ο δείκτης NPE του συνόλου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα μειωθεί στο 5,5% φέτος και σε περίπου 5% έως το τέλος του 2025, μέσω πωλήσεων και οργανικών ανακτήσεων. Η S&P αναμένει ότι το οργανικό κόστος του κινδύνου θα παραμείνει κοντά στις 80 μονάδες βάσης για τις περισσότερες ελληνικές τράπεζες τους επόμενους 12-18 μήνες. 

Ωστόσο, όπως σημειώνει, η ποιότητα του κεφαλαίου εξακολουθεί να είναι αδύναμη και οι προοπτικές βελτίωσης παραμένουν χαμηλές, περιορίζοντας τις αξιολογήσεις των τραπεζών. Οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις αποτελούν πάνω από το 65% της βάσης ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και αποσβένονται σε μικρά ποσά.

Πάντως, η S&P τονίζει πως η ικανότητα παραγωγής κερδών των ελληνικών τραπεζών βελτιώνεται. Το χαμηλότερο κόστος κινδύνου, τα υψηλότερα επιτοκιακά περιθώρια, τα ισχυρά έσοδα από προμήθειες, η επανέναρξη της πιστωτικής ζήτησης και η βελτιωμένη λειτουργική αποτελεσματικότητα ενισχύουν τα κέρδη. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν εξορθολογίσει τις δραστηριότητές τους μέσω μέτρων κόστους - αποτελεσματικότητας και πωλήσεων μη βασικών περιουσιακών στοιχείων, συμβάλλοντας στη βελτίωση των δεικτών κόστους προς έσοδα στο 40% ή χαμηλότερα, κατά μέσο όρο. Παράλληλα, τα περιθώρια επιτοκίων των τραπεζών επωφελούνται από αυξημένα επιτόκια.

Στις εκτιμήσεις της για τις ελληνικές τράπεζες, η S&P έχει λάβει υπόψη την πρόβλεψη ότι το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί κατά 2,4% κατά μέσο όρο την περίοδο 2024-2027, υπεραποδίδοντας των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης. Αυτό θα αντανακλά κυρίως την απτή ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας που οφείλεται στα έργα του NextGeneration της ΕΕ, καθώς και το γεγονός ότι η οικονομία της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι 22% μικρότερη από την κορύφωση πριν από την κρίση χρέους. 

Επιπλέον, ο οίκος υποθέτει ότι η υψηλή ζήτηση για επισφαλή ελληνικά δάνεια θα συνεχιστεί. Οι θετικές προοπτικές στις εγχώριες αγορές ακινήτων και οι αυξημένες προοπτικές ανάκαμψης λόγω των μεταρρυθμίσεων στο δικαστικό σύστημα την τελευταία δεκαετία θα υποστηρίξουν αυτή την εξέλιξη.

Τέλος, η συνεχιζόμενη απορρόφηση των κονδυλίων στήριξης της ΕΕ θα ενισχύσει τη ζήτηση για νέα εταιρικά δάνεια. Η S&P αναμένει ότι τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών θα αυξηθούν κατά 4% τόσο φέτος όσο και το 2025, αν και η πιθανότητα υποαπόδοσης παραμένει υψηλή λόγω οικονομικών κινδύνων.

Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές του επόμενου διαστήματος η S&P εστιάζει στα εξής:

α) στην εξέλιξη των καθαρών εσόδων από τόκους καθώς τα επιτόκια μειώνονται - όλες οι τράπεζες θα επικεντρωθούν στο κλείδωμα των πρόσφατων ισχυρών κερδών τους,

β) το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας καταργεί σταδιακά τη στήριξή του στις μεγάλες ελληνικές τράπεζες - μετά τις πρόσφατες αποεπενδύσεις, το ΤΧΣ κατέχει μόλις το 18,4% της Εθνικής Τράπεζας και αναμένεται σύντομα η διάθεσή του.

Αυτό υποδηλώνει πως αυτοί οι δύο παράγοντες θα καθορίσουν και την επόμενη κίνηση αξιολόγησης του οίκου.