Ευρωπαϊκές μετοχές: Ποιες ξεχώρισαν και ποιες "βυθίστηκαν" το 2022
Πέμπτη, 29-Δεκ-2022 18:07
Με φόντο τον πόλεμο, τα αυξανόμενα κόστη και τα υψηλότερα επιτόκια, το 2022 ήταν μια χρονιά την οποία πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες - και χρηματιστηριακοί επενδυτές - θα προτιμούσαν να ξεχάσουν.
Προσεκτικά σχεδιασμένες επενδυτικές στρατηγικές οδηγήθηκαν στον κάλαθο των αχρήστων, πρώτα λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και την επακόλουθη ενεργειακή κρίση, στη συνέχεια με την αύξηση του κόστους δανεισμού που αύξησε την απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου της Γερμανίας, σημείου αναφοράς για την Ευρώπη, σε υψηλό δεκαετίας.
Ωστόσο, όπου υπάρχουν ηττημένοι, υπάρχουν και νικητές. Ο πόλεμος αποδείχθηκε "ευεργέτημα" για τις μετοχές εταιρειών του κλάδου άμυνας, ενώ η αύξηση των επιτοκίων αύξησε τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών από τις χορηγήσεις δανείων.
Καθώς το περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων έγινε καπνός, "θα μπορούσε κανείς να πει ότι είχαμε μια εκκαθάριση των κερδοσκοπικών επενδύσεων και τα μάτια των επενδυτών έπεσαν επιτελούς προσεκτικά στα βασικά θεμελιώδη στοιχεία των επιχειρήσεων και στις μελλοντικές τους προοπτικές", δήλωσε ο James Rutherford, επικεφαλής ευρωπαϊκών μετοχών στην Federated Hermes Limited.
Η επιλογή μετοχών θα είναι κρίσιμη κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, εκτιμά ο Rutherford, προβλέποντας ότι "η αγορά θα γίνει ακόμη πιο επιλεκτική σε εταιρικό επίπεδο".
Ακολουθεί μια ματιά σε μερικούς από τους μεγαλύτερους νικητές και ηττημένους του 2022, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg:
Νικητές
Καλή χρονιά για την άμυνα
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πραγματοποίησαν στροφή σε μια νύχτα προκειμένου να ενισχύσουν τις στρατιωτικές τους δυνατότητες, αμέσως μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία. Το αποτέλεσμα ήταν μια άνοδος 130% για τη μετοχή της γερμανικής εταιρείας αμυντικού εξοπλισμού Rheinmetall, δηλαδή την ευρωπαϊκή μετοχή με τις κορυφαίες επιδόσεις για το 2022. Άλλες ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες όπως η Thales, η Dassault Aviation και η SAAB είδαν τις μετοχές τους να κερδίζουν μεταξύ 60% και 80%.
Ο κλάδος μπορεί να έχει περισσότερο χυμό: οι αναλυτές που παρακολουθούνται από το Bloomberg εξακολουθούν να βλέπουν ανοδική πορεία 20% για τη Rheinmetall.
Ορυκτά καύσιμα στην κορυφή
Μια έκρηξη στους λεγόμενους "τομείς της παλιάς οικονομίας", όπως το πετρέλαιο και οι εξορύξεις, οδήγησε τον υποδείκτη ενέργειας του Stoxx 600 στις καλύτερες επιδόσεις, με κέρδη 30%. Μια ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από την πτώση της ρωσικής προσφοράς ενίσχυσε τις τιμές του πετρελαίου το πρώτο εξάμηνο του έτους και πολλές από τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες της Ευρώπης ανακοίνωσαν μεγάλα κέρδη και πραγματοποίησαν εξαγορές. Οι αναλυτές εξακολουθούν να προβλέπουν αποδόσεις περίπου 20% το επόμενο έτος για τις βαρέων βαρών Shell και BP, αν και οι αυξανόμενες πιθανότητες για παγκόσμια ύφεση θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τις τιμές του πετρελαίου.
Τράπεζες στις αυξήσεις επιτοκίων
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν ένα δυνατό τέλος του έτους, καταφέρνοντας να κερδίσουν 19% το τέταρτο τρίμηνο και σχεδόν να αντιστρέψουν όλες τις απώλειές τους για το 2022. Τα ισχυρά κέρδη βοήθησαν τις τράπεζες να δημιουργήσουν κεφαλαιακά αποθέματα που μπορούν να επιστρέψουν στους επενδυτές - ορισμένες όπως η Banco Santander και η UBS ανακοίνωσαν ήδη προγράμματα αγοράς ιδίων μετοχών.
Και το ράλι θα μπορούσε να επεκταθεί έως το 2023. Οι μισοί Ευρωπαίοι διαχειριστές funds, σε έρευνα της Bank of America τον Νοέμβριο, δήλωσαν ότι βλέπουν τις τραπεζικές μετοχές ως επενδυτικό καταφύγιο όπου μπορούν να τοποθετηθούν για υψηλότερες αποδόσεις.
Νίκη και για τις Big Pharma
Υπήρξαν εξάλλου μεγάλες αποδόσεις για τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες της Ευρώπης - η AstraZeneca, με το εκτεταμένο χαρτοφυλάκιο αντικαρκινικών φαρμάκων της, είδε τη μετοχή της να κερδίζει πάνω από 30% για το έτος, ενώ η Novo Nordisk της Δανίας είδε τον τίτλο της να ενισχύεται κατά 25%, καθώς η ζήτηση για το φάρμακο παχυσαρκίας Wegovy ξεπέρασε την προσφορά.
Η πορεία των Big Pharma μπορεί να συνεχιστεί το 2023, με τους αναλυτές της Oddo BHF να επισημαίνουν την "άφθονη" ροή κλινικών ειδήσεων που αναμένεται το 2023, συμπεριλαμβανομένης μιας πολυαναμενόμενης θεραπείας για τον καρκίνο του πνεύμονα από την AstraZeneca.
Οι Χαμένοι
Ξεφουσκώματα Ακίνητης Περιουσίας
Στο κάτω μέρος του σωρού βρισκόταν ο ευαίσθητος στα επιτόκια τομέας ακινήτων (real estate), σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση του από το 2008. Καθώς οι αξίες των ακινήτων πέφτουν και το κόστος χρηματοδότησης αυξάνεται περαιτέρω, τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμη για μια αγορά διογκωμένη από χρόνια φθηνών πιστώσεων.
Η Samhallsbyggnadsbolaget i Norden ή SBB, εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Στοκχόλμης, είχε τη χειρότερη απόδοση στον υποδείκτη ακινήτων, με πτώση άνω του 70%. Με μερικούς από τους πιο επιβαρυμένους με χρέος ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στην Ευρώπη, η Σουηδία θα μπορούσε να αποδειχθεί προπομπός για άλλες αγορές.
Τα προβλήματα της Credit Suisse
Μετά από μια σειρά σκανδάλων, η Credit Suisse είχε άλλη μια θλιβερή χρονιά, με φυγή πελατών και πτώση της τιμής της μετοχής κατά 66%. Έχασε σχεδόν το ένα πέμπτο της κεφαλαιοποίησης της μέσα σε μια μέρα, αφότου ανακοίνωσε ζημιά 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων και σχέδιο επιχειρησιακής αναμόρφωσης. Ορισμένοι αναλυτές υπογραμμίζουν τις συνεχιζόμενες ανησυχίες, με τον Andrew Coombs της Citi να προβλέπει ότι η Credit Suisse θα καταγράψει "βαριές απώλειες" και το 2023.
Το κόστος διαβίωσης χτύπησε τη λιανική
Ο υποδείκτης του Stoxx 600 για τον κλάδο λιανικών πωλήσεων ήταν ο δεύτερος χειρότερος σε επιδόσεις, σημειώνοντας πτώση 30%, καθώς ο πληθωρισμός διαβρώνει τις καταναλωτικές δαπάνες και οι εκτοξευόμενες τιμές αυξάνουν το κόστος εισροών των εταιρειών. Κανένας από αυτούς τους αρνητικούς "ανέμους" δεν μοιάζει πιθανό να υποχωρήσει σύντομα.
Ωστόσο, οι λιανοπωλητές τροφίμων αποδείχθηκαν σχετικά ανθεκτικοί, καθώς οι αγοραστές έδωσαν προτεραιότητα στις δαπάνες για τέτοια αγαθά. Οι λιανοπωλητές ρούχων, ειδικά στη Βρετανία, δέχθηκαν μεγαλύτερο χτύπημα, με τη Marks & Spencer και την JD Sports να δέχονται πλήγμα άνω του 40% στις μετοχές τους. Η εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου ειδών μόδας Zalando έχασε περισσότερο από 50% της κεφαλαιοποίησής της.