Γιατί το Χ.Α ελπίζει πως θα ξεφύγει από τα νύχια της "αρκούδας"
Τετάρτη, 05-Φεβ-2014 08:13
Του Βασίλη Γεώργα
Η επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων της τρόικας στα κρίσιμα υπουργεία πιθανότατα από σήμερα με σκοπό την επανέναρξη των συζητήσεων με την ελληνική κυβέρνηση, ανοίγει παράθυρο αισιοδοξίας στο Χρηματιστήριο της Αθήνας σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία, όπου η αγορά διατηρείται στεγνή από την καταιγίδα των αναδυόμενων με ομπρέλα τις προσδοκίες μιας «προεκλογικής» συμφωνίας αναδιάρθρωσης του χρέους.
Χάρη στα «καλά νέα» τα οποία διοχετεύονται σε δόσεις προς τα έξω όπως συνέβη λ.χ χθες με την πληροφορία για σύγκλιση στο ζήτημα του δημοσιονομικού κενού, το Χρηματιστήριο Αθηνών μοιάζει με ψάρι που καταφέρνει να κινηθεί κόντρα στο ρεύμα και να ξεφεύγει από τα νύχια της «αρκούδας», η οποία με τις μεγάλες αρνητικές μεταβολές στις αγορές έχει κάνει αισθητή την εμφάνισή της από την αρχή της χρονιάς.
Είναι πιθανό η αλληλουχία αυτή των θετικών προσδοκιών να συνεχιστεί το επόμενο διάστημα τροφοδοτώντας με δυναμική την αγορά. Στην πράξη το Χρηματιστήριο θα έχει μπροστά του τουλάχιστον ένα γεμάτο πενθήμερο αδημονίας, μόχλευσης, σεναρίων και σπέκουλας μέχρι την έλευση των επικεφαλής των δανειστών οπότε θα ξεκινήσει και ουσιαστικά η αντίστροφη μέτρηση για να κλείσουν μια σειρά από σημαντικά ανοιχτά θέματα όπως το «τραπεζικό» (stress test, νόμος για ανακεφαλαιοποίηση, Eurobank, χρηματοδοτικό μαξιλάρι), το ζήτημα του δημοσιονομικού κενού, και εν συνεχεία πιθανόν ενός νέου δανείου με τη συνοδεία μιας πιθανής επιμήκυνσης της αποπληρωμής του χρέους με χαμηλότερα επιτόκια.
Από την άλλη, όμως, η δυναμική άνοδος (+7,66%) των τελευταίων τεσσάρων συνεδριάσεων δεν έχει πείσει πως αποτελεί προς το παρόν κάτι παραπάνω από ανοδική αντίδραση η οποία κάλλιστα μπορεί να ολοκληρωθεί εδώ και να οδηγήσει σε νέες φουρνιές «εγκλωβισμών» εφόσον δεν έχει συνέχεια.
Ως εκ τούτου η προσοχή των αναλυτών, είναι στραμμένη στη δυνατότητα της αγοράς να ξεπεράσει άμεσα τη ζώνη των 1.226-1.232 μονάδων ώστε να ενδυναμώσει το σενάριο περάτωσης της διόρθωσης. Το κανάλι εντός του οποίου κινείται ο Γενικός Δείκτης έχει έντονα ανοδική κλίση και υπό αυτό το πρίσμα οποιοδήποτε πισωγύρισμα θα προκαλέσει ισχυρούς τριγμούς, πόσο μάλλον όταν σήμερα ολοκληρώνεται το T+3 από την έναρξη της ανοδικής κίνησης, και δεν αποκλείεται ενδεχόμενη ένδειξη αδυναμίας της αγοράς, να πυροδοτήσει πωλήσεις κατοχύρωσης υπεραξιών από τους επενδυτές που είναι με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Υπό προϋποθέσεις η σημερινή συνεδρίαση θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική καθώς τόσο οι επιμέρους δείκτες όσο και οι περισσότερες μετοχές έχουν υλοποιήσει την ελάχιστη δυνατή ανοδική αντίδραση και βρίσκονται πλέον ενώπιον κρίσιμων αντιστάσεων βραχυπρόθεσμα.
Οι τράπεζες αναδεικνύονται εκ των πραγμάτων σε ρυθμιστές της τάσης καθώς αναμένονται καταλυτικές αποφάσεις για τον κλάδο ο οποίος όσο παραμένει πάνω από τη ζώνη των 165-175 μονάδων, συντηρεί τις προσδοκίες επέκτασης της ανοδικής του κίνησης, με τη μετοχή, όμως, της Εθνικής να έχει διαφοροποιηθεί αισθητά.
Ρόλο-κλειδί έχουν και ορισμένες από τις μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης όπως ο ΟΤΕ, η Ελλάκτωρ, ο Τιτάνας, η Eurobank Properties κ.α που παραμένουν σε ανοδική τροχιά, αλλά και η Coca Cola η οποία όχι μόνο δεν έχει μετάσχει καθόλου στην τελευταία ανοδική κίνηση αλλά με απώλειες 13% τον τελευταίο μήνα προσεγγίζει τα χαμηλά του Δεκεμβρίου και επιβαρύνει σημαντικά την αγορά.
Σε κάθε περίπτωση, οι μέρες αυτές απέδειξαν πως η ελληνική αγορά έχει πλέον προφανείς και αφανείς λόγους να αποκλίνει θετικά πλέον από την ευρύτερη πορεία των προηγμένων και αναδυόμενων χρηματιστηρίων.
Στην πραγματικότητα η διαφοροποίηση αυτή αποτελεί την αντίστροφη εικόνα που επικρατούσε από το 2009 και μετά, οπόταν και οι αγορές (αναπτυγμένες και αναδυόμενες) καταγράφουν έως σήμερα κέρδη από 50% έως 100%, ενώ ο Γενικός Δείκτης διατηρεί ακόμη απώλειες άνω του 30%.
Με κεφαλαιοποίηση μόλις στο 35% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου στο 75% για τις ευρωπαϊκές αγορές και με το δύο στους τρεις fund managers που επενδύουν στις αναδυόμενες να μην έχει αποκτήσει θέση στην Ελλάδα (στοιχεία JP Morgan), είναι προφανές πως το χρηματιστήριο της Αθήνας παραμένει ακόμη μια ελκυστική επιλογή για τους ξένους επενδυτές. Παράλληλα όμως αποτελεί ένα στοίχημα ιδιαίτερα υψηλού ρίσκου για το μέλλον, καθώς σοβαρότερο μειονέκτημά της παραμένει η αδυναμία-απροθυμία των δανειστών και της κυβέρνησης να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά το βαρίδι του κολοσσιαίου δημόσιου χρέους που αισίως φτάνει τα 317 δισ. ευρώ ή το 171% του ΑΕΠ.