Η στρέβλωση της ελληνικής αγοράς ακινήτων
Παρασκευή, 15-Νοε-2024 19:30
Του Νίκου Ρουσάνογλου
Χωρίς θεσμική θωράκιση λειτουργεί ο κλάδος των μεσιτών ακινήτων επί χρόνια, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την παρείσφρηση ανθρώπων χωρίς καμία γνώση του αντικειμένου, συχνά χωρίς καν επίσημα χαρτιά (π.χ. αριθμό ΓΕΜΗ), που λειτουργούν με στόχο το γρήγορο κέρδος.
Όπως αναφέρουν οι εκπρόσωποι του κλάδου, οι παραμεσίτες είναι πλέον περισσότεροι από τους νόμιμους μεσίτες και έχουν μεγάλη ευθύνη στο "φούσκωμα" των απαιτήσεων από ιδιοκτήτες, τόσο σε ό,τι αφορά τις τιμές πώλησης όσο και το ύψος των ενοικίων.
Παράλληλα, η έλλειψη πληροφόρησης του κοινού σχετικά με τα εχέγγυα που πρέπει να έχει ένας μεσίτης, αλλά και τις βέλτιστες πρακτικές, αφήνει "παράθυρο" για πρακτικές που συχνά προκαλούν έντονα αρνητικά συναισθήματα μεταξύ των πολιτών. Για παράδειγμα, ζητούνται ποσά προκαταβολών (χωρίς την έκδοση κάποιου παραστατικού) ακόμα και για απλές επιδείξεις ακινήτων, ενώ πολύ συχνό είναι και το φαινόμενο "κλοπής" αγγελιών από άλλους μεσίτες.
Για παράδειγμα, ένας ιδιοκτήτης μπορεί να έχει συνάψει συνεργασία με δύο μεσιτικά γραφεία και αίφνης διαπιστώνει ότι την αγγελία και τις φωτογραφίες του ακινήτου που θέλει να πουλήσει τις διαφημίζουν άλλοι 5-6 μεσίτες, χωρίς να έχουν καμία σχέση τον ιδιοκτήτη. Στόχος τους είναι να προσελκύσουν ενδιαφερομένους και στη συνέχεια να επικοινωνήσουν μαζί του, υποσχόμενοι ότι έχουν "έτοιμο" αγοραστή και σε υψηλότερη τιμή από αυτήν της αγγελίας. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, τέτοιες πρακτικές δημιουργούν εύλογη σύγχυση σε έναν ενδιαφερόμενο αγοραστή ή ενοικιαστή, ενώ πολύ συχνό είναι και το φαινόμενο η κάθε αγγελία του ίδιου σπιτιού να έχει διαφορετικά στοιχεία.
Απόδειξη της έκτασης του φαινομένου της παραμεσιτείας είναι η πρόσφατη αναφορά του διευθύνοντος συμβούλου του δικτύου ηλεκτρονικών αγγελιών Spitogatos.gr, κ. Δημήτρη Μελαχροινού, ο οποίος ανέφερε ότι τους τελευταίους μήνες "είχαμε ακόμα και 100 εγγραφές νέων μεσιτικών γραφείων τον μήνα στην πλατφόρμα μας". Είναι προφανές ότι πολλοί εξ αυτών των επαγγελματιών απλώς επιθυμούν να επωφεληθούν από τη μεγάλη άνοδο των τιμών των ακινήτων και του αγοραστικού ενδιαφέροντος, κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και κατά την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, όταν σε πολλές περιοχές, ειδικά της περιφέρειας, ο μανάβης της γειτονιάς δήλωνε και μεσίτης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής, οι παραμεσίτες ενδεχομένως να είναι και περισσότεροι από τους νόμιμους μεσίτες. Τα μέλη του Συλλόγου είναι περίπου 2.500, ενώ άλλα 1.500 γραφεία έχουν αριθμό ΓΕΜΗ και λειτουργούν νόμιμα (άλλωστε δεν είναι υποχρεωτική η εγγραφή στον Σύλλογο). Υπάρχουν όμως και άλλοι 4.000-4.500 μεσίτες που δεν έχουν ούτε τον σχετικό αριθμό ΓΕΜΗ ούτε, φυσικά, είναι μέλη του Συλλόγου των Μεσιτών. Παρ’ όλα αυτά, μεσολαβούν για συναλλαγές στην αγορά ακινήτων, αποκομίζοντας σημαντικά έσοδα (συνήθως αφορολόγητα). Όπως τονίζει ο κ. Λευτέρης Ποταμιάνος, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών, "στην πράξη αντιποιούνται το επάγγελμα του μεσίτη αστικών συμβάσεων και κάνουν πολλαπλό κακό, όχι μόνο στον κλάδο μας, αλλά και στην αγορά, λόγω της έλλειψης κατάρτισης και γνώσεων".
Τα θεσμικά όργανα των μεσιτών έχουν πολλάκις ζητήσει τη θεσμοθέτηση σαφούς και ξεκάθαρου κανονιστικού και θεσμικού πλαισίου από την Πολιτεία, προκειμένου να θωρακιστεί το επάγγελμα του μεσίτη και να τιμωρούνται με αυστηρές κυρώσεις οι παραμεσίτες. Μάλιστα, έχουν κατατεθεί και συγκεκριμένες προτάσεις, όπως οι υποχρεωτικές εξετάσεις και η πιστοποίηση των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στον χώρο. Επίσης, πρέπει να δημιουργηθεί ένα μητρώο πιστοποιημένων μεσιτών, κατά το μοντέλο που ακολουθήθηκε για τους πιστοποιημένους εκτιμητές ακινήτων, ώστε να γνωρίζουν όλοι οι πολίτες ποιοι μεσίτες είναι νόμιμοι και με κατάρτιση και ποιοι όχι.
Ωστόσο, μέχρι σήμερα, καμία τέτοια κίνηση δεν έχει γίνει από τους κυβερνώντες, παρότι, όπως δείχνουν και τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας που πραγματοποίησε το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, ο ρόλος των μεσιτών θα γίνεται όλο και πιο κομβικός στην αγορά ακινήτων τα επόμενα χρόνια, καθώς το 80% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι τα επόμενα χρόνια σκοπεύει να αγοράσει, ή να πουλήσει, ή να νοικιάσει κάποιο ακίνητο.
Ακόμα ένα χαρακτηριστικό συμπέρασμα από την έρευνα είναι ότι, παρά την αύξηση του αριθμού των συναλλαγών στην αγορά ακινήτων, τόσο στις ενοικιάσεις όσο και στις αγοραπωλησίες, τα τελευταία χρόνια, μόλις το 52,5% των ερωτώμενων που έχουν προβεί σε συναλλαγή δηλώνει ότι αξιοποίησε μεσιτικές υπηρεσίες, έναντι του 47,5% που ολοκλήρωσε τη συναλλαγή χωρίς τη διαμεσολάβηση κάποιου μεσίτη. Το 67,4% δηλώνει ότι μπόρεσε να διεκπεραιώσει τη συναλλαγή της αγοράς, πώλησης ή ενοικίασης μόνο του και δεν χρειάστηκε να απευθυνθεί σε μεσιτικό γραφείο. Αντίθετα, το 26,7% δηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους μεσίτες και μόλις το 3,8% δηλώνει ότι προέβη σε αυτή την επιλογή λόγω κόστους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 54% όσων αξιοποίησαν μεσιτικές υπηρεσίες απευθύνθηκε εξαρχής σε κάποιον μεσίτη ή μεσίτρια, ενώ το 45% όχι. Αυτό δείχνει ότι, για πολλούς, η επιλογή μεσίτη γίνεται σχεδόν υποχρεωτικά και όταν δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Η αξιοποίηση μεσιτικών υπηρεσιών πραγματοποιήθηκε κατά κύριο λόγο για την ενοικίαση (56,3%) ή την αγορά/πώληση κατοικίας (54,4%) και έπονται η αγοραπωλησία οικοπέδου (20,13%), η ενοικίαση επαγγελματικής στέγης (14,1%) και η αγοραπωλησία επαγγελματικής στέγης (7,7%).
Επιπλέον, το 40% των συμμετεχόντων στην έρευνα εξέφρασε αρνητική άποψη για τους μεσίτες. Μάλιστα, στην Αττική το σχετικό ποσοστό είναι ακόμα υψηλότερο, καθώς αρνητική ή μάλλον αρνητική άποψη εκφράζει το 44% των συμμετεχόντων, ενώ θετική είναι η άποψη μόλις του 21,6% του δείγματος. Ως σημεία που χρήζουν βελτίωσης από τους μεσίτες αναδεικνύονται η μεγαλύτερη ακρίβεια των προσφερόμενων πληροφοριών (52,7%), η πιο εξειδικευμένη γνώση (32,8%), το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών (29,3%), η ευγένεια και ο επαγγελματισμός (25,1%), η διαφάνεια στις χρεώσεις (24,6%), η ευελιξία στις ανάγκες των πελατών (24,2%), η ταχύτητα εξυπηρέτησης (22,3%) και η αύξηση των διαθέσιμων ακινήτων (22,1%).
Ως σημαντικότεροι παράγοντες για την επιλογή του καταλληλότερου μεσίτη αναδεικνύονται ο επαγγελματισμός (62,7%), η παροχή αξιόπιστων πληροφοριών (47,3%), η γνώση της αγοράς (43,9%) και η εμπειρία (35,8%). Σημαντικό, επίσης, θεωρείται το κόστος των προσφερόμενων υπηρεσιών (21,2%), οι συστάσεις από πρόσωπα που εμπιστεύονται (14,3%) αλλά και η ευελιξία-διαθεσιμότητα του μεσίτη (12,8%), ενώ χαμηλά αξιολογούνται η φήμη (5,4%) και οι διαθέσιμες κριτικές-αξιολογήσεις προηγούμενων πελατών (3,9%).